Ό Κύριος «εν δόξη»
Ο ΟΣΙΟΣ Σεραφείμ του Σάρωφ (1759-1833), ο τόσο προσφιλής αυτός άγιος των ‘Ορθοδόξων, ενισχυόταν στους αγώνες του από τη θεία πρόνοια με πνευματικά οράματα, πού παρηγορούσαν την ψυχή του.
Σαν διάκονος έβλεπε κατά καιρούς στις ακολουθίες τούς άγίους αγγέλους νά ψάλλουν και να διακονούν μαζί με τούς μοναχούς.
Κάποτε, διηγείται ο ίδιος, λειτουργούσα τη Μεγάλη Πέμπτη.
Μετά τη μικρή είσοδο και τα αναγνώσματα, είπα, ο ταπεινός, πλάι ατό άγιο θυσιαστήριο την εκφώνηση: «Κύριε, σώσον τούς ευσεβείς και επάκουσον ημών».
Ύστερα βγήκα στην ωραία πύλη και, υψώνοντας το οράριο προς το εκκλησίασμα, συμπλήρωσα την ευχή του Τρισάγιου ύμνου: «και εις τους αιώνας των αιώνων».
Τη στιγμή εκείνη έλαμψε μπροστά μου ένα φως.
Κοιτάζω προς τα εκεί, και βλέπω τον Κύριό μας ‘Ιησού Χριστό, με τη μορφή του γιου του ανθρώπου ν’ αστράφτει πιο πολύ κι απ’ τον ήλιο μέσα σε άπλετο φως.
Τον τριγύριζαν σαν σμήνος από μέλισσες οι ουράνιες δυνάμεις των αγγέλων, αρχαγγέλων, χερουβείμ και σεραφείμ.
Είχε μπει από τη δυτική πύλη, και βαδίζοντας ανάερα στάθηκε απέναντι από τον άμβωνα.
Υψώνοντας μάλιστα το χέρι Του Ευλόγησε τούς λειτουργούς και τούς προσευχομένους.
Τέλος, μπήκε στη θέση πού βρίσκεται ή εικόνα Του, πλάι στην ωραία πύλη.
Η καρδιά μου σκίρτησε από αγαλλίαση, από γλυκύτατη αγάπη για τον Κύριο”.
Αξιοσημείωτο εΙναι ότι το όραμα σύνεση την ώρα της εισόδου των ιερέων στο άγιο βήμα, πού συμβολίζει την είσοδό τους στον ίδιο τον ουρανό.
«Ποίησον, Κύριε», δέεται χαμηλόφωνα τη στιγμή εκείνη ο ιερέας, «συν τη είσόδω ημών είσοδον άγίων αγγέλων γενέσθαι, συλλειτουργούντων ημίν και συνδοξολογούντων την σήν αγαθότητα». Έξάλλου, μετά την είσοδο ψάλετε και ο αγγελικός ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησαν ημάς».
Το όραμα αυτό φανερώνει πώς οι ουράνιες δυνάμεις συλλειτουργούν αόρατα μαζί μας.
Γι’ αυτό κάθε πιστός ας γνωρίζει ότι προσεύχεται ανάμεσα στους αγγέλους, σαν νά βρίσκεται στον ουρανό.
Ο παράξενος λειτουργός
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ Θεόφιλος (1788-1853), ένας δια Χριστόν σαλός ιερομόναχος του ρωσικού βορρά, πού ασκήθηκε σε διάφορα μοναστήρια και ερημητήρια του Κιέβου, δεν έπαυε, ακόμα και όταν λειτουργούσε, νά σκανδαλίζει τούς άλλους αδελφούς με την παράξενη συμπεριφορά του.
Ό τότε μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος, ενοχλημένος απ’ όλ’ αυτά, κάλεσε τούς συμβούλους του, για νά εξετάσει μαζί τους την περίπτωση του ιερομόναχου. Σύντομα όμως έριξε φως στην υπόθεση ένας αδελφός, στον όποίο ο στάρετς είχε δώσει εξηγήσεις για την «ανάρμοστη» συμπεριφορά του στη διάρκεια των ιερών ακολουθιών:
Ο Θεός, του είχε πει εμπιστευτικά, βλέπει την απλότητά μου.
Λειτουργώ σύμφωνα με τη σωστή τάξη, διαβάζω όλες τις απαιτούμενες ευχές και τιμώ τον προεξάρχοντα ως ανώτερό μου.
Όσο όμως βυθίζομαι στη θεωρία της τελέσεως του μυστηρίου, ξεχνώ τον εαυτό μου και ότι ειναι γύρω μου.
στη διάρκεια της θείας λειτουργίας βλέπω μια σταυρόσχημη ακτίνα νά κατεβαίνει από ψηλά και νά αιωρείται πάνω από τούς λειτουργούς.
Βλέπω επίσης κάποια δροσιά νά κατεβαίνει στα τίμια Δώρα, και λαμπρούς αγγέλους νά πετάνε πάνω από την άγία τράπεζα ψάλλοντας: « άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ’ πλήρης ο ουρανός και ή γη της δόξης σου». Τότε όλη μου ή ύπαρξη αρπάζεται ανέκφραστα, και μου είναι αδύνατον νά τραβήξω την προσοχή μου από το πάντερπνο όραμα.
Αδελφέ, δεν σου λέω δικαιολογίες, άλλά την καθαρή αλήθεια. σε παρακαλώ όμως νά μη φανερώσεις όσα σου είπα, για νά μη σκανδαλιστούν οι άλλοι από μένα, τον βρωμερό αμαρτωλό”.
Ή άγία τράπεζα στις φλόγες
ΤΟΝ περασμένο αιώνα στη Μικρασία έζησε ένας άγιος άλλ’ αφανής λευίτης, ο π. ‘Ιωάννης. Ήταν έγγαμος, οικογενειάρχης, από το Γκέλβερι της Καππαδοκίας.
Τις καθημερινές εργαζόταν ατά χωράφια, ενώ τις Κυριακές και τις γιορτές λειτουργούσε στην εκκλησία.
Στη θεία λειτουργία σχεδόν πάντοτε ξεσπούσε σε δάκρυα και αναστεναγμούς.
Την ώρα μάλιστα τού καθαγιασμού ή κατάνυξή του κορυφωνόταν. οι ψάλτες έψαλλαν το «σε υμνούμε…» όσο πιο αργά μπορούσαν, άλλά εκείνος καθυστερούσε πέντε, δέκα, δεκαπέντε λεπτά η και περισσότερο. ‘Έτσι κι εκείνοι επαναλάμβαναν τον ύμνο μέχρι πέντε ή έξι φορές.
Τελικά, πλησίασαν κάποτε τούς επιτρόπους και τούς είπαν το πρόβλημά τους. ‘Εκείνοι με τη σειρά τους το διαβίβασαν στο λειτουργό.
Πάτερ ‘Ιωάννη, συχνά καθυστερείς την ώρα τού καθαγιασμού. Οι ψάλτες και ο λαός έξω σε περιμένουν πολλή ώρα. δεν μπορείς νά λες πιο σύντομα την ευχή, για νά μη γίνεται χασμωδία;
-Πώς θα γίνει αυτό;
ΕΊναι εύκολο. Έκεί πού είσαι πεσμένος μπρούμυτα, νά σηκώνεσαι, νά σταυρώνεις τα τίμια Δώρα, νά λες την ευχή και νά τελειώνεις. την ευχή τη γνωρίζω, ειναι γραμμένη και στη φυλλάδα, αλλά δεν μπορώ. Γιατί δεν μπορείς, πάτερ; Συγχώρεσέ μας,
αλλά δεν εΊναι δύσκολο!
Αυτό δεν εξαρτάται από μένα, απάντησε ο π. ‘Ιωάννης. Μόλις αρχίσω νά διαβάζω την ευχή, ή άγία τράπεζα κυκλώνεται από θεϊκή φωτιά πού φτάνει τα δύο-τρία μέτρα ύψος.
‘Έτσι δεν μπορώ να πλησιάσω για νά σφραγίσω τα τίμια Δώρα. με πιάνει φόβος και τρόμος. δεν ξέρω τι νά κάνω.
Πέφτω τότε στο έδαφος, κλαίω, αναστενάζω και ικετεύω τον Κύριο νά παραμερίσει τις φλόγες για νά συνεχίσω.
Ύστερα σηκώνω τα μάτια. Αν έχουν χαθεί οι φλόγες, σηκώνομαι και σφραγίζω τα τίμια Δώρα.
Αν. όχι, τότε συνεχίζω την ικεσία με δάκρυα και στεναγμούς μέχρι νά σβήσει ή φωτιά η νά βρεθεί άλλος τρόπος πού θα μου επιτρέψει νά μην καώ.
Πότε-πότε σβήνει ή φωτιά και γίνονται όλα όπως πριν ο ‘Άλλοτε πάλι χωρίζουν οι φλόγες δεξιά κι αριστερά σχηματίζοντας καμάρα, όπότε κάνω το τόλμημα, πλησιάζω τρέμοντας και σφραγίζω τα τίμια Δώρα. ,
‘Ακούγοντας οι χριστιανοί αυτά τα εξαίσια δεν τον ενόχλησαν άλλη φορά. Ήταν άλλωστε πολύ ευλαβής και εξαιρετικά κατανυκτικός όταν λειτουργούσε. Γι’ αυτό στην ενορία του εκκλησιάζονταν πιστοί κι από γειτονικά χωριά, που περπατούσαν ώρες
για νά φτάσουν. Μερικές φορές έρχονταν ατή λειτουργία χίλιοι και περισσότεροι πιστοί. και όλοι αυτοί κατανύγονταν κι έκλαιγαν στο τέλος μάλιστα της θείας αυτής μυσταγωγίας, το δάπεδο της εκκλησίας ήταν βρεγμένο από τα δάκρυά τους, λες και κάποιος είχε ρίξει νερό!
«Προσφέρων και Προσφερόμενος»
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ησυχαστής, συγγραφέας του βιβλίου «Νηπτική θεωρία», διηγείται την ακόλουθη θαυμαστή εμπειρία του:
Ενώ λειτουργούσα μαζί με το γέροντά μου, είδα σε όραμα τον Κύριο ‘Ιησού Χριστό.
Φορούσε αρχιερατική στολή και ιερουργούσε σύμφωνα με την τάξη της ‘Εκκλησίας.
Παραδόξως όμως, αυτός ήταν και «ο Προσφέρων και ο προσφερόμενος». στη λειτουργία συμμετείχαν και μερικοί από τη συνοδεία του γέροντά μου.
Δύο απ’ αυτούς είχαν τα πρόσωπα ολόλαμπρα από τη θεία χάρη, σαν πρόσωπα αγγέλων. Το σχήμα, το πολυσταύρι και ο σταυρός πού κρατούσαν, άστραφταν πιο δυνατά κι από την αστραπή!
Λειτουργούσε μαζί μας κι ένας διάκονος. την ώρα πού ο διάκονος μνημόνευε τα ονόματα των χριστιανών, έσκυψε σπλαχνικά προς το μέρος του ο Χριστός και είπε: “, Ας εΙναι κι αυτοί μαζί μου στη βασιλεία μου’.
“Βλέποντας μπροστά μου τον γλυκύτατο ‘Ιησού, έκλαιγα από χαρά και θαύμαζα, γιατί αξιώθηκα ν’ απολαύσω τη θέα Του.
Κι όταν τον ασπάσθηκα ατό πανάχραντο στήθος Του, ένιωσα νά λειώνω σαν κερί από την πολλή κατάνυξη και τα δάκρυα.
Πήρα τότε θάρρος και του είπα κλαίγοντας: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου». Κι αμέσως ακούω τον ‘Ιησού με τη μελίρρυτη γλώσσα Του νά μου λέει: ‘” Ας γίνει όπως είπες’.
Ύστερα συνήλθα από το όραμα. Εκείνη όμως τη μέρα, κάθε φορά πού το θυμόμουν, ή καρδιά μου πλημμύριζε από κατάνυξη”.
Ένας σύγχρονος λειτουργός άγιος.
ΑΓΙΟΣ Νικόλαος ο Πλανάς (1932), ένας άγιος των ήμερων μας, λειτουργούσε καθημερινά, χωρίς διακοπή, σε διάστημα μισού αιώνα. στο διάστημα αυτό τύχαινε κάποτε νά μην έχει πρόσφορο.
Πάντοτε όμως εξοικονομούσε είτε από τούς πιστούς είτε από τούς γύρω φούρνους.
Κάποια μέρα είχε προχωρήσει ο όρθρος αρκετά, αλλά πρόσφορο δεν φαινόταν πουθενά.
Έστειλε νά ψάξουν στους φούρνους και στις νοικοκυρές πού πάντα είχαν.
Κοίταξε και ατά ντουλάπια του ιερού, μήπως είχε αφήσει άλλος ιερέας.
Μα κανένα αποτέλεσμα. Στενοχωρήθηκε μέχρι δακρύων.
Κάποια στιγμή τον βλέπουν νά βγαίνει στην ωραία πύλη κρατώντας ένα πρόσφορο φρέσκο-φρέσκο. το είχε βρει πάνω στην άγία τράπεζα!
Κοιτάξτε, παιδιά μου, τι σημείο μου έκανε ο Θεός, είπε συγκινημένος και χαρούμενος.
‘Όλα τα θαύματα, σημεία τα έλεγε. τα θεωρούσε φυσικά, γιατί είχε μεγάλη πίστη.
Στα συναξάρια συναντάμε ασκητές πού τούς υπηρετούσε άγγελος Κυρίου. Πολύ φυσικό λοιπόν νά υπηρετούσε άγγελος Κυρίου και τον παπα-Νικόλα, τον «εντός του κόσμου διαβιούντα αληθινό ασκητή».
Αρκετοί ενορίτες του, κυρίως μικρά παιδιά, τον έβλεπαν όταν λειτουργούσε κυριολεκτικά μεταρσιωμένο.
H φήμη τού παπα-Νικόλα, διηγείται σεβαστή γυναίκα, είχε απλωθεί σ’ όλη την Αθήνα.
Κάποτε, παραμονή Χριστουγέννων, ξεκίνησα με τα εγγονάκια μου για νά κοινωνήσω από τ’ αγιασμένα χέρια του.
Τότε στη Βουλιαγμένη ήταν ακόμα ερημιά.
Είκοσι χαμόσπιτα σκόρπια εδώ κι εκεί και τριγύρω χωράφια. στη θέση της σημερινής εκκλησίας υπήρχε ένα παλιό βυζαντινό εκκλησάκι, μικρό σαν κουβούκλιο, χαμηλό και μισοσκότεινο.
Eίχαν έρθει και άλλες οικογένειες με τα παιδάκια τους. Κάποια στιγμή πού ο παπα-Νικόλας εμφανίστηκε στην ωραία πύλη κρατώντας το άγιο ποτήριο, το εγγονάκι μου φώναξε:
Γιαγιά, ο παπάς περπατάει στον αέρα! Πάψε, τού λέω, ενώ συγχρόνως σταυροκοπήθηκα. Πώς περπατάει στον αέρα;
τον βλέπω κι εγώ, φώναξε άλλο παιδάκι. Δεν πατάει κάτω.
Στο «Μετα φόβου…» πλησιάσαμε όλες οι’ γυναίκες και τα παιδάκια νά κοινωνήσουμε.
Ό παπα-Νικόλας δεν είχε ακούσει τίποτε, αλλά, κι αν είχε ακούσει, δεν έδωσε καθόλου προσοχή.
Από τότε ερχόμουν πάντοτε εδώ και κοινωνούσα. και κάθε φορά ήταν αδύνατον νά μην ακούσω παιδάκια νά φωνάζουν:
Ό παπάς περπατάει στον αέρα!”
Το 1920, ανήμερα τα Χριστούγεννα, ο όσιος λειτουργούσε στον άγιο ‘Ιωάννη Βουλιαγμένης.
‘Όταν βγήκε νά κοινωνήσει τούς πιστούς, πλησίασε και μια γυναίκα με το μωρό της.
Αφού κοινώνησε το μικρό, το έδωσε σε Μια κοπέλα, την ‘Ιουλία, νά το κρατάει.
Ή ‘Ιουλία, καθώς το κρατούσε, γύρισε και κοίταξε τον Ιερέα. Τότε παρά λίγο νά της πέσει το παιδί από τα χέρια.
Πρόσεξε! τι έπαθες; της φωνάζει ή γυναίκα. – Βλέπω τον παπά νά στέκεται πάνω σ’ ένα σύννεφο, απάντησε εκείνη εκστατική.
‘Άλλοτε πάλι, ενώ λειτουργούσε ο όσιος στον προφήτη Ελισαίο, έγινε και τούτο:
‘Ένα οκτάχρονο παιδάκι βγαίνει κάτωχρο από το Ιερό και λέει στη μητέρα του:
Μαμά, ο παπα-Νικόλας εΙναι τόσο ψηλά από τη γη! και της έδειξε μισό πήχη με το χεράκι του.
Λειτουργικά βιώματα
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ‘Ιωακείμ Σπετσιέρης (1858-1943) διηγείται τις ακόλουθες εμπειρίες του από την περίοδο της παραμονής του στη μονή του άγίου Σάββα, στα .Ιεροσόλυμα:
Την τέταρτη Κυριακή της μεγάλης σαρακοστής του 1888 λειτουργούσε ατό καθολικό ο ιερομόναχος Γερμανός.
Ήταν τύπος αληθινού μοναχού, απλός, άκακος, απονήρευτος, μειλίχιος και ταπεινός.
Μετά τη μεγάλη είσοδο, όταν βγήκε ατή ωραία πύλη για νά ευλογήσει το εκκλησίασμα, μου φάνηκε το πρόσωπό του σαν μια πύρινη Φλόγα.
Τι έπαθε ο παπα-Γερμανός; ρώτησα τον π. Κύριλλο, νομίζοντας ότι κάτι δυσάρεστο του συνέβη.
Σώπα, μου λέει, μεταρσιώθηκε από τη θεία χάρη.
Πνευματικά δεν ζει πλέον στον κόσμο, βρίσκεται στον ουρανό. δεν βλέπεις πού κινείται μηχανικά σαν νά είναι αφηρημένος; Αυτό συμβαίνει κάθε φορά πού λειτουργεί.
Όταν έγινα ιερέας, Μια μέρα ρώτησα τον παπα-Γερμανό:
Πάτερ Γερμανέ, έχω διαβάσει ότι παλαιότερα πολλοί ιερείς, όταν έκαναν τη μεγάλη είσοδο κρατώντας τα τίμια Δώρα, δεν πατούσαν ατή γη. Υπάρχουν τέτοιοι ιερείς σήμερα; Μην αμφιβάλλεις, μου είπε, μήπως συμβεί και Σε σένα κάτι τέτοιο!
Πραγματικά, την επόμενη Κυριακή ήμουν εφημέριος.
‘Όταν λοιπόν βγήκα για τη μεγάλη είσοδο κρατώντας τα ‘Άγια, σήκωνα τα πόδια μου, γιατί δεν εύρισκα στερεό έδαφος νά πατήσω. Αργότερα με επισκέφθηκε στο κελί μου ο παπα-Γερμανός και με ρώτησε:
Γιατί σήμερα, την ώρα της μεγάλης εισόδου, σήκωνες τα πόδια σου; δεν ξέρω τι έπαθα, δεν εύρισκα στερεό έδαφος νά πατήσω.
Ακριβώς. Βρισκόσουν στον αέρα, γιατί σε κρατούσαν θείοι Άγγελοι. Πίστευε λοιπόν και μη έρεύνα, γιατί το μυστήριο της θείας ευχαριστίας είναι μεγάλο.
Μόνο στη μεγάλη είσοδο κρατούν το λειτουργό οι θείοι Άγγελοι στον αέρα;
Ναι, γιατί τότε φέρει επάνω του τα. τίμια Δώρα.
‘Όταν τα αποθέσει, τότε ή χάρη ενεργεί στο πνεύμα του, πού το μεταρσιώνει στον φωτεινό και ουράνιο κόσμο.
Παράδοξο σημείο
Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ μας άγιος Σάββας (1862-1948), προστάτης και πολιούχος της Καλύμνου, τελούσε τη θεία λειτουργία με τέλεια προσήλωση στο μυστήριο.
Πολλές φορές συλλειτουργούσε και συνομιλούσε με άγίους, κάποτε μάλιστα με τούς τρεις Ιεράρχες, ενώ συγχρόνως τον περιέβαλλαν χοροί αγγέλων.
Την ώρα της θείας μεταλήψεως, όπως είχαν παρατηρήσει συλλειτουργοί του ή και άλλοι πιστοί, φούσκωνε και ξεχείλιζε το άγιο ποτήριο, χωρίς όμως νά χύνεται ή θεία Κοινωνία.
Η Νίκη Κουτελαίνα, αργότερα μοναχή Σαλώμη, είδε κάποτε τον όσιο στην προσκομιδή πολύ υψωμένο, ενώ τριγύρω παραστέκονταν αγγελικά τάγματα. Παρατήρησε μάλιστα κι αύτή ότι το άγιο ποτήριο φούσκωνε.
Φοβήθηκε ή γυναίκα, αλλά δεν μίλησε. ‘Αργότερα φανέρωσε στον άγιο Σάββα αυτά πού είδε. ‘Εκείνος όμως της είπε:
Ω, παιδί μου, μη προς Θεού! μην τα πεις πουθενά!
Χαρισματικές καταστάσεις
ΑΠΩ το 1931 ο μακαριστός ηγούμενος της αγιορείτικης μονής ΣΙΜΩΝΟΣ Πέτρας, ΑΡΧΙΜ. Ιερώνυμος (1871-1957), υπηρετούσε ως πνευματικός σ’ ένα μετόχι της μόνης, στην ‘Ανάληψη της ‘Αθήνας.
Ήταν αυτό οικονομία Θεού, για νά λάμψει και στην πρωτεύουσα ή αγιότητα του μακαριστού γέροντα και νά οδηγηθούν έτσι πολλές ψυχές στη σωτηρία.
Ως λειτουργό τον χαρακτήριζε απερίσπαστη αφοσίωση ατό μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Όταν ιερουργούσε, φαινόταν εξαϋλωμένος.
‘Από τούς πιστούς πού συνέρεαν στις ιερές του μυσταγωγίες, πολλά παιδιά τον έβλεπαν υπερυψωμένο από το έδαφος και φώναζαν:
Ο παππούλης πετάει! Κοιτάξτε, ο γέροντας δεν πατάει στη γη!
Μία μοναχή επίσης τον είδε, καθώς έβγαινε για τη μεγάλη είσοδο, νά μην κατεβαίνει τα σκαλοπάτια της βορινής πύλης του ιερού, αλλά νά βαδίζει στον αέρα.
Άλλη μοναχή αναφέρει ότι πολλές φορές, σε ώρα θείας λειτουργίας, έβλεπαν το γέροντα μπροστά στην άγία τράπεζα μία σπιθαμή υψωμένο από το έδαφος.
Η μικρή Βενετία, πού αργότερα έγινε μοναχή, όταν ήταν πέντε περίπου ετών τον είδε σε μία λειτουργία του με τα αθώα μάτια της νά βρίσκεται μαζί με τούς αγγέλους γύρω από το άγιο θυσιαστήριο. τις ήμέρες εκείνες ή όψη του γέροντα ήταν αλλοιωμένη, και για μεγάλο διάστημα ή μικρή δεν έμπαινε στο ναό, αλλά κοίταζε με δέος από την εξώπορτα.
Κάποια χειμωνιάτικη νύχτα, πού ή βροχή έπεφτε ραγδαία, ειδοποίησαν το γέροντα νά πάει νά κοινωνήσει έναν άρρωστο.
“Έφυγε αμέσως για το σπίτι του ασθενούς κρατώντας τα άχραντα Μυστήρια. Το θαυμαστό είναι ότι στο δρόμο δεν βράχηκε καθόλου!
Συλλειτουργός άγίων
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ Γεώργιος ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ (1901-1959), Πόντιος στην καταγωγή, εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Δράμας το 1930, όπου ανέπτυξε ως ιερομόναχος και εξομολόγος μεγάλη πνευματική δραστηριότητα.
Ως λειτουργός ζούσε υπερφυσικές καταστάσεις, πού ήταν απόρροια της οσιακή του βιωτής.
Δυναμώστε την πίστη σας”, συμβούλευε τα πνευματικά του παιδιά,
και προσπαθήστε νά προσηλώνεστε στα τελούμενα κατά τη θεία λειτουργία, ώστε ν’ αξιώνεστε νά βλέπετε τα μεγαλεία του Θεού, το Άγιο Πνεύμα νά κατεβαίνει στην άγία τράπεζα…”.
Όταν θα λειτουργούσε, σηκωνόταν γύρω στα μεσάνυχτα για νά προσευχηθεί και νά ετοιμαστεί για το μέγα μυστήριο.
Ήταν ακούραστος και ιεροπρεπής. δεν βιαζόταν, και στεκόταν μπροστά στην άγία τράπεζα σαν αναμμένη λαμπάδα.
Κάποτε, ενώ ο γέροντας μνημόνευε ονόματα στην άγία πρόθεση, μία χριστιανή άκουγε αδύνατες και άσχημες φωνές νά επαναλαμβάνουν κοροϊδευτικά τα ονόματα.
Ήταν οι δαίμονες, πού θορυβούσαν για νά σταματήσει ή μνημόνευση στην προσκομιδή διάβαζε πολλά ονόματα.
Ορισμένα τα σημείωνε, είτε ζωντανών είτε νεκρών, κι ενημέρωνε διακριτικά τούς συγγενείς τους για τα προβλήματά τους η για τον τρόπο πού πέθαναν, ώστε νά τελέσουν μνημόσυνα, λειτουργίες και ελεημοσύνες.
Σε μίαν αγρυπνία, στο ναό του άγίου Μηνά στη Θεσσαλονίκη, πνευματικά του παιδιά είδαν τον γέροντα Γεώργιο, αν και ήταν απών να συλλειτουργεί με τον εφημέριο του ναού.
Θαύμασαν οι πιστοί για τη μυστική παρουσία του, με την όποία ήθελε να τούς ενισχύσει στον κόπο της αγρυπνίας.
Ο πατήρ Γεώργιος επικοινωνούσε με τον αόρατο πνευματικό κόσμο.
Η επαφή του αυτή με τούς άγίους ήταν εντονότερη την ώρα της θείας λατρείας.
Συχνά συλλειτουργούσε με άγίους. “Σπάνια λειτουργώ μόνος”, έλεγε με απλότητα.
Σήμερα είχαμε τον τάδε άγιο συλλειτουργούντα.
Σε μια λειτουργία όλο το εκκλησίασμα άκουσε έναν δυνατό θόρυβο στο άγιο βήμα. στη συνέχεια είδαν το πρόσωπο του γέροντα αλλοιωμένο και φωτεινό.
Είχαμε ουράνιους επισκέπτες”, εξήγησε αργότερα. “τον άγιο Μηνά, τον άγιο Γεώργιο, τον άγιο Νικόλαο…”.
Άλλη φορά, στο τέλος της θείας μυσταγωγίας, είπε συγκινημένος: “Είχαμε μουσαφιρέους, τον άγιο Νικόλαο και τον άγιο ‘Ιωάννη. αυστηρός μουσαφίρης ο τίμιος Πρόδρομος”. Κάθε φορά πού θύμιαζε την εικόνα του, έτρεμε το χέρι του.
Όταν συλλειτουργούσε με άγίους, στην απόλυση συνήθιζε νά τούς μνημονεύει, και τότε ή συγκίνηση και η χαρά του ήταν απερίγραπτες.
Tην παραμονή του ελληνοιταλικού πολέμου έκλαιγε συνεχώς
Τι έχεις γέροντα και κλαις; τον ρωτούσαν. – ‘Έμεινα ορφανός, απαντούσε εκείνος.
‘Έφυγε ή Παναγία με τον άγιο Γεώργιο στο μέτωπο.
Ευλαβείς χριστιανοί τον έβλεπαν την ώρα της θείας λειτουργίας νά μην πατάει στη γη.
‘Έτσι, σε μία νυχτερινή λειτουργία, την ώρα πού διάβαζε το Ευαγγέλιο, τον είδαν νά είναι υψωμένος από το έδαφος. σε άλλη θεία λειτουργία, την ώρα της μεγάλης εισόδου, τον είδαν πάλι νά βαδίζει στον αέρα, να σταματάει στο κέντρο του ναού μία σπιθαμή ψηλότερα από το δάπεδο και τέλος, μπαίνοντας στο άγιο βήμα, v ακουμπάει στο έδαφος.
Κάποτε ένας επισκέπτης, αυτόπτης μάρτυρας παρόμοιων γεγονότων, τα διηγήθηκε στους άλλους πιστούς. τον κάλεσε τότε ο γέροντας, του έδωσε ένα χαστούκι(!) και του είπε αυστηρά:
Ότι βλέπεις δεν θα το λες σε άλλον! Μία γυναίκα, μετά από κάποια μυσταγωγία, του είπε.
σε είδα, γέροντα, νά λάμπεις δυνατά.
Κι εκείνος ταπεινά αποκρίθηκε: Είμαι άξιος εγώ νά λάμπω; ‘Ο Χριστός είναι άξιος. ‘Ίσως ή δική του λάμψη νά έπεφτε πάνω μου…
Ο ουράνιος διάκος
Ο ΠΑΤΗΡ Αθανάσιος Χαμακιώτης (1967), ο σεμνός λευίτης της «Νεραντζιώτισσας» Αμαρουσίου, λειτουργούσε κάποια μέρα στο παρεκκλήσι της Παναγίας μία γυναίκα από το εκκλησίασμα, ή Ε.Μ., πού στεκόταν μπροστά στο ιερό βλέπει έναν ξανθό διάκονο με λευκή στολή νά υπηρετεί τον π. ‘Αθανάσιο μπροστά στην άγία τράπεζα.
Μάλιστα στεκόταν πάντα στα δεξιά του στη διάρκεια της θείας λειτουργίας δεν βγήκε καθόλου από το άγιο βήμα.
Σκέφτηκε ή γυναίκα πώς θα ήταν νεοχειροτονημένος, και του μάθαινε ο ιερέας τη λειτουργική τάξη.
Ή λειτουργία τελείωσε και ο κόσμος έφυγε. Εκείνη όμως παρέμεινε για νά ικανοποιήσει την περιέργειά της, νά δει ποίος ήταν ο διάκονος. ο π. ‘ Αθανάσιος κατέλυσε κι έφυγε, αλλά ο διάκονος δεν έβγαινε από το ιερό.
Τότε ή γυναίκα άνοιξε το παραπέτασμα. Μα δεν είδε κανέναν. Ο διάκονος είχε εξαφανιστεί. και άλλη έξοδος δεν υπήρχε!
Όταν αργότερα διηγήθηκε στον π. Αθανάσιο το περιστατικό, εκείνος με απλότητα της είπε:
Αυτά, παιδί μου, συμβαίνουν, αλλά μη λες πουθενά τίποτα”.
Θαυμαστή θεοπτία
Ο ΠΑΠΑ-ΤΥΧΩΝ, ο γνωστός Ρώσος αγιορείτης ησυχαστής της Καψάλας (1968), όταν λειτουργούσε, έλεγε στον ψάλτη νά στέκεται έξω από το εκκλησάκι, στον μικρό διάδρομο, κι από κεί να εκφωνεί το «Κύριε ελέησον».
‘Ήθελε να είναι τελείως μόνος και νά κινείται άνετα στην προσευχή του.
Την ώρα του χερουβικού, ο παπα- Τύχων μεταφερόταν σε ουράνιους κόσμους, και παρέμενε εκεί για είκοσι εως τριάντα λεπτά:
Ο ψάλτης έπρεπε νά επαναλάβει τον ύμνο πολλές φορές μέχρι τη μεγάλη είσοδο.
Τι έβλεπες και Τι άκουγες, γέροντα, τη μισή εκείνη ώρα; τον ρωτούσε μετά την λειτουργία. και ο γέροντας απαντούσε με τα χαριτωμένα. σπασμένα ελληνικά του: .
Χερουβείμ-Σεραφείμ δοξολογούσε Θεό. ‘Εγώ πετάω, Πα, πά, πά! την ώρα του χερουβικού φύλακας άγγελος ανεβάσει.
Μετά από μισή ώρα φύλακας άγγελος κατεβάσει… πω, πω, εγώ λειτουργήσει…
Ο παπα-Τύχων κοινωνούσε καθημερινά από τον άγιο” Άρτο. Ο ίδιος δεν έψελνε ποτέ, πάντα λειτουργούσε.
Εμπειρίες ενός Ταπεινού λευίτη
Ο ΠΑΠΑ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γκαγκαστάθης (1902-1975), ένας απλοϊκός και άγιος κληρικός του αιώνα μας, όταν λειτουργούσε είχε θείες θεωρίες και εμπειρίες. Διηγείται ο ίδιος:
Κάποτε, στη μεγάλη είσοδο, κι ενώ πλησίαζα στην ωραία πύλη, είδα αριστερά μου ένα όμορφο παιδάκι, πού χάθηκε σαν σκιά. Συγχρόνως ακούστηκε κρότος από το καντήλι της Παναγίας, πού άρχισε νά κουνιέται μέχρι το τέλος της λειτουργίας. Σε μία νυχτερινή λειτουργία μου στο ναό των Ταξιαρχών, είδα την ώρα της δοξολογίας το ίδιο εκείνο παιδάκι νά στέκεται μπροστά στην προσκομιδή, και να εξαφανίζεται πάλι σαν καπνός” .
Ανήμερα του Αγίου Πνεύματος λειτούργησα στην ιερά μονή Αγίας Τριάδος Μετεώρων. Τι ευλογία Θεού!
Εκείνη ή λειτουργία θα μου μείνει αλησμόνητη. στη μεγάλη είσοδω κατέβηκε από αριστερά μία γυναίκα, από δεξιά ένας άνδρας μ’ ένα μικρό παιδί, ενώ πλήθος από άλλα παιδάκια ακολουθούσαν τα τίμια Δώρα”.
Κάτι ανάλογο συνέβη στις 8 Αυγούστου 1954. στις 5 το πρωί ξεκίνησα για το χωριό’ Αρδάνι.
Περπατούσα κι έψαλλα κατανυκτικούς ύμνους για να ευχαριστήσω τον Κύριο και τη Θεοτόκο. Φτάνοντας στην εκκλησία του χωριού, άρχισα τον όρθρο, και στη συνέχεια μπήκα στη θεία λειτουργία με πνευματική ευφροσύνη και αγαλλίαση. συνέβη τότε το έξης θαυμαστό:
Όσα παιδιά από 12 ετών και κάτω βρίσκονταν στο ναό, έβλεπαν στο ιερό δύο μεγάλες σκάλες, πάνω στις όποίες ανέβαιναν και κατέβαιναν παιδάκια λουσμένα στο Φως. Όταν διάβαζα το Ευαγγέλιο, γέμισε από παιδάκια ή άγία τράπεζα. την ώρα της μεγάλης εισόδου ή νεωκόρος είδε νά κατεβαίνει από την αριστερή σκάλα μία γυναίκα κι από τη δεξιά ένας άνδρας μ’ ένα μικρό παιδί, ενώ πλήθος παιδάκια ακολουθούσαν τη μεταφορά των τιμίων Δώρων” .
Μερικές φορές ο παπα-Δημήτρης, την ώρα της θείας λειτουργίας, είχε ενοχλήσεις από τούς δαίμονες:
Κάποτε”, διηγείται, “ενώ λειτουργούσα, ακούω έξω θορύβους. Βγαίνω, και Τι νά δω! Οι σατανάδες χτίζανε πολυκατοικία.
Άλλος κρατούσε μυστρί, Άλλος φτυάρι… Τούς σταύρωσα, κι όλα εξαφανίστηκαν.
‘Άλλοτε, ενώ λειτουργούσα τη νύχτα, μπήκαν στην εκκλησία κι άρχισαν ν’ αναποδογυρίζουν τις καρέκλες.
Ό αρχηγός τους μάλιστα μπήκε στο ιερό, έκλεισε το παραθυράκι και μ’ έπιασε απ’ το λαιμό νά με πνίξει. Επικαλέστηκα τούς άγίους Ταξιάρχες, κι αμέσως χάθηκαν.
Οι δαίμονες, με παραχώρηση Θεού, μπαίνουν μέσα στην εκκλησία και βάζουν λογισμούς στους πιστούς.
Μόλις όμως πουν οι ψάλτες το χερουβικό και βγει ο ιερέας για τη μεγάλη είσοδο, αμέσως φεύγουν” Το Δεκέμβριο του 1968, ενώ λειτουργούσε ο παπα-Δημήτρης, ανάμεσα στο εκκλησίασμα ήταν κι ένα κορίτσι 14 ετών, πού το βασάνιζε ο σατανάς.
Την ώρα του χερουβικού έβγαλε ξαφνικά μια τρομερή κραυγή κι έπεσε κάτω σαν νεκρό.
Οι πιστοί ανησύχησαν. Σε λίγα λεπτά όμως το σήκωσαν σε καλή κατάσταση, σωφρονισμένο. Στο τέλος μάλιστα της θείας λειτουργίας έγινε Παράκληση, και το κορίτσι έφυγε από την εκκλησία πολύ διαφορετικό.
Κάθε φορά πού ο παπα-Δημήτρης λειτουργούσε στο ναό τού χωριού του, τούς Αγίους Ταξιάρχες, ή άγία τράπεζα ευωδίαζε.
Αυτό συνέβαινε μερικές φορές και σε άλλους ναούς. Η εύωδία παρουσιαζόταν κυρίως μετά τη μεγάλη είσοδο, όταν τοποθετούσε τα άχραντα Μυστήρια πάνω στην άγία τράπεζα.
Άλλοτε παρουσιαζόταν την ώρα της επικλήσεως τού Αγίου Πνεύματος, στο «τα σα εκ των σων… ».
Συχνά έβαζε βαμβάκι κάτω από το αντιμήνσιο πριν αρχίσει ή θεία λειτουργία, και τελειώνοντας, το βαμβάκι μυροβολούσε.
Το γεγονός αυτό το μαρτυρούν πολλοί, πού συγκλονίστηκαν και τονώθηκαν στην πίστη.
Το άρωμα της άγίας τραπέζης δυνάμωνε το λειτουργό και τον ανακούφιζε. Κάποτε έβγαινε τόσο άφθονο, ώστε δυσκολευόταν ν’ αναπνεύσει. Μια φορά μάλιστα ή εύωδία έβγαινε σαν ένας μικρός στύλος καπνού και πλημμύρισε όλη την εκκλησία.
Όταν ο παπα-Δημήτρης ζήτησε και τη γνώμη τού π. Φιλόθεου Ζερβάκου, εκείνος απάντησε:
δεν πρέπει ν’ αμφιβάλλουμε ότι πρόκειται για ένα παράδοξο θαύμα. το πιο βέβαιο εΙναι πώς ή εύωδία προέρχεται από τη θυσία τού ‘Ιησού Χριστού, πού σαν ‘ Αμνός σφαγιάζεται πάνω στην άγία τράπεζα για τις αμαρτίες μας. Πιθανόν όμως νά προέρχεται και από τα άγια λείψανα πού βρίσκονται κάτω από την άγία τράπεζα η και από τα εγκαίνια”.
Το χάρισμα της προσευχής
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ Σαμψών (1979) παρακινούσε τα πνευματικά του παιδιά νά παρακαλούν επίμονα το Θεό για την απόκτηση του χαρίσματος της προσευχης λέγοντας: “Δίδαξέ με, Κύριε, νά προσεύχομαι. δεν ξέρω νά προσεύχομαι”.
Μερικές φορές”, συμπλήρωνε ο στάρετς, “το μυστικό αυτό μάς αποκαλύπτεται στη θεία λειτουργία όταν κοινωνάμε.
Γνώρισα έναν ιερέα πού δεν μπορούσε νά μάθει νά προσεύχεται.
Κάποτε λοιπόν, την ώρα πού κοινωνούσε, πήρε το Σώμα του Χριστού με το αριστερό του χέρι, το έβαλε πάνω στο δεξί και άρχισε νά διαβάζει, όπως συνήθως, την ευχή: «Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ… ».
Όταν τελείωσε, κι ενώ από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, άρχισε νά παρακαλεί θερμά: ‘Μάθε με, Κύριε, νά προσεύχομαι. δεν έμαθα ακόμα νά προσεύχομαι. Μόνο πού διαβάζω τις ευχές’.
Αμέσως, καθώς ο ίδιος διηγήθηκε, το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα αόρατο Φως και μέσα του άνοιξε ένας άλλος νους.
Άρχισε τότε νά διαβάζει για δεύτερη φορά το «Πιστεύω, Κύριε…» χωρίς νά σηκώνει τα μάτια από το δεσποτικό Σώμα.
Τον πλησιάζει ο διάκος και του λέει: ‘Πάτερ, ο κόσμος περιμένει’.
Το κοινωνικό είχε τελειώσει, άλλά ο ιερέας, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε νά συνέλθει. Στεκόταν σαν νά τα ‘χε χαμένα, σαν στήλη άλατος. Και τούτο, γιατί κατέβασε τι είναι ή προσευχή. ‘Ένιωσε πώς αναστήθηκε. ‘Από τότε έκλαιγε ασταμάτητα.
και ποτέ πια δεν μπόρεσε ν’ ατενίσει το πανάχραντο Σώμα του Κυρίου χωρίς δάκρυα.
«τα άνω τοις κάτω συλλειτουργεί»
ΟΤΑΝ τελείται ή θεία λειτουργία κάτω στη γη, τελείται και μία άλλη λειτουργία στον ουρανό”. Αυτό αναφέρει ο χαρισματούχος στάρετς Σαμψών στις «Διδαχές» του, όπου διηγείται και το ακόλουθο περιστατικό:
Κάποτε, στο καθολικό μιας μονής, την ώρα πού γινόταν ή θεία λειτουργία, ένας μοναχός διακονούσε και συνάμα προσευχόταν. σε μία στιγμή, καθώς κοίταξε ψηλά, είδε τον ουρανό ανοιχτό και μία άγία τράπεζα.
Έκεί μπροστά ήταν γονατιστοί τρεις αρχιερείς, ενώ παράπλευρα έστεκε μία χορωδία με απερίγραπτη ομορφιά.
Γινόταν θεία λειτουργία, και την τελούσαν άγιοι ιεράρχες σαν τον μέγα Βασίλειο, τον θεολόγο ΓΡΗΓΟΡΙΟ και τον ιερό Χρυσόστομο.
Ο μοναχός έμεινε νά κοιτάζει, λες και ήταν μαρμαρωμένος.
Όταν τον είδαν οι άλλοι μετά τη λειτουργία νά στέκεται ακόμη ακίνητος και μουσκεμένος από τα δάκρυα, τον πήραν προσεκτικά απ’ το
χέρι και τον πήγαν στο κελί του… ” .
Ό συλλειτουργός της ‘Αγίας Τριάδας
ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ηγούμενος του όσίου Δαβίδ, γέροντας ‘Ιάκωβος Τσαλίκης (1991), ζούσε θαυμαστές εμπειρίες σ’ όλες τις ιερές ακολουθίες,
Μα ιδιαίτερα την ώρα της θείας λειτουργίας.
‘Όταν λειτουργούσε, έλαμπε από καθαρότητα και μεγαλοπρέπεια.
Συχνά, ατή μεγάλη είσοδω ή στην άγία πρόθεση, τον έβλεπαν νά μην πατάει στό έδαφος, άλλά νά στέκεται και νά βαδίζει στον αέρα.
Πολλές φορές αντίκριζε πάνω στην άγία τράπεζα αγγέλους και αρχαγγέλους νά κρατούν το Σώμα του Κυρίου.
Οι άνθρωποι”, έλεγε, “ειναι τυφλοί και δεν βλέπουν
Τι γίνεται μέσα ατό ναό, ατή διάρκεια της θείας λειτουργίας.
Κάποτε λειτουργούσα, άλλά δυσκολευόμουν νά ξεκινήσω για τη μεγάλη είσοδω, από τα θαυμαστά πού έβλεπαν τα μάτια μου.
‘Ο ψάλτης έλεγε και ξανάλεγε: «<Ως τον Βασιλέα των όλων ύποδεξόμενοι».
Ξαφνικά, νιώθω νά με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και νά με οδηγεί στην άγία πρόθεση. Νόμισα πώς ήταν ο ψάλτης.
Απόρησα, πώς τόλμησε ο ευλογημένος νά κάνει τέτοιον ασέβεια – νά μπει από την ωραία πύλη και νά με σπρώξει.
Γυρίζω, και τι νά δω! μία τεράστια φτερούγα, πού είχε περάσει ο αρχάγγελος στον ώμο μου, με οδηγούσε νά προχωρήσω για τη μεγάλη είσοδω…
Τι γίνεται ατό ιερό την ώρα της λειτουργίας! στο χερουβικό άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν, και συχνά αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπούν πάνω στους ώμους μου…
Μερικές φορές δεν μπορώ ν’ αντέξω και κάθομαι στην καρέκλα. οι άλλοι ιερείς νομίζουν πώς κάτι έπαθα, δεν νιώθουν όμως αυτά πού βλέπω και ακούω.
Τι φτερούγισμα, παιδί μου, οι άγγελοι! και μόλις ο ιερέας πει το «Δι’ ευχών», φεύγουν οι ουράνιες δυνάμεις.
Τότε μέσα ατό ναό απλώνεται απόλυτη ησυχία!”.
Απόψε παιδί μου”, αποκάλυψε κάποτε σ’ ένα μοναχό, “συλλειτουργούσα με άγίους και αγγέλους σε θυσιαστήρια πού δεν περιγράφονται.
Σαν πεθάνω, νά πεις πώς κάποιος γέροντας συλλειτουργούσε κάθε νύχτα και συζούσε με την Άγία Τριάδα”.
Όταν τελούσε την προσκομιδή ο π. Ιάκωβος, συχνά έβλεπε την πνευματική κατάσταση των κεκοιμημένων πού μνημόνευε.
Κάθε φορά πού προσκομίζω”, έλεγε, “βλέπω τις ψυχές πού περνούν από μπροστά μου και με παρακαλούν νά τις μνημονεύσω.
Και νά θέλω νά τις ξεχάσω δεν μπορώ.
Την ώρα πού ο ιερέας βγάζει μερίδες και μνημονεύει τα ονόματα στην άγία πρόθεση, κατεβαίνει άγγελος Κυρίου, παίρνει τη μνημόνευση και την πηγαίνει ατό θρόνο τού Δεσπότη Χριστού σαν προσευχή γι’ αυτούς πού μνημονεύθηκαν.
Σκεφθείτε λοιπόν πόσο αξίζει νά σας μνημονεύουν στην άγία πρόθεση”.
Κάποια φορά ο γέροντας λησμόνησε νά μνημονεύσει στην προσκομιδή τη μητέρα του, κι εκείνη εμφανίστηκε και τού είπε με παράπονο:
Πάτερ Ιάκωβε, δεν με μνημόνευσες σήμερα. – Πώς δεν σε μνημόνευσα, μητέρα!
Κάθε μέρα σε μνημονεύω, βγάζω μάλιστα για σένα την καλύτερη μερίδα.
Όχι, παιδί μου, σήμερα με ξέχασες, και ή ψυχή μου δεν αναπαύεται όσο τις άλλες ήμέρες.
Κάτι ανάλογο του συνέβη και με τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο. .
Ο π. Ιάκωβος, τελειώνοντας μία φορά την προσκομιδή, ξεκίνησε για την άγία τράπεζα. Βλέπει τότε τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο νά στέκεται δεξιά του, με τις παλάμες τη μία μέσα στην άλλη, όπως συνηθίζουν οι ιερείς νά μεταλαβαίνουν το δεσποτικό Σώμα, σαν νά ζητούσε κι εκείνος τη δική του μερίδα.
Ποιος Τον πλήγωσε…
ΤΟ ΑΚΟΛΟΥΘΟ περιστατικό, πού το δι ηγήθηκε κι αυτό ο π. Ιάκωβος, συνέβη κάποια Μεγάλη Παρασκευή.
Μία γερόντισσα πήγε ν’ ανάψει τα καντήλια σ’ ένα εξωκλήσι του χωριού της. . Από περιέργεια κοίταξε μέσα στο ιερό, και Τι νά δει!
Πάνω στην άγία τράπεζα καθόταν ένα παλικάρι περίπου τριάντα χρόνων.
Είχε πληγές στις παλάμες και τα πόδια, καθώς και μία πληγή στο πλευρό, απ’ όπου έτρεχε αίμα.
Ποιος είσαι εσύ πού τολμάς νά κάθεσαι πάνω στην άγία τράπεζα; ρώτησε ή γυναίκα κατάπληκτη.
Εγώ πάντα εδώ κάθομαι, εδώ είναι ή θέση μου, απάντησε ο νέος.
Ποιος σε πλήγωσε τόσο; Εσύ με πλήγωσες με τις αμαρτίες σου.
‘Αξιώθηκε, πράγματι, ή γερόντισσα και είδε τον ίδιο τον Κύριο, γιατί βρισκόταν τότε σε κατάσταση μετάνοιας.
Οι πύρινες φλόγες
Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ γέροντας Πορφύριος (1991), ή γνωστή σύγχρονη όσιακή μορφή, ήταν και «ουρανοβάμων» λειτουργός, όπως φανερώνει το ακόλουθο περιστατικό.
‘Όταν κάποτε λειτουργούσε στον άγιο Νικόλαο, στα Καλλίσια, δεκάδες πιστοί είδαν νά βγαίνουν αναρίθμητες πύρινες φλόγες από τη σκεπή της Εκκλησίας και ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό.
‘Όλοι έμειναν άναυδοι. δεν μπορούσαν νά πιστέψουν στα μάτια τους.
Καθένας έδινε τη δική του εξήγηση στο γεγονός, γι’ αυτό ρώτησαν τον παππούλη .Τι ήταν άραγε αυτές οι πύρινες Φλόγες. Κι εκείνος ταπεινά απέδωσε το γεγονός στην πίστη των άλλων:
δεν είναι τίποτα, ευλογημένοι, απάντησε λακωνικά. Ή μεγάλη πίστη των ψαλτάδων…
Φωνή από το πετραχήλι
ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ιερομόναχος από την έρημο του .Αγίου ‘Όρους διηγείται:
Λειτουργούσα κάποτε, νεοχειροτονημένος ιερέας, σ’ ένα ερημικό παρεκκλήσι. Ο σεβαστός μας γέροντας και κάποιος αδελφός μοναχός αποτελούσαν όλο κι όλο το εκκλησίασμα.
Φτάνοντας στην εκφώνηση «Ειρήνη πασι» κι έχοντας απέναντί μου το γέροντα, σκέφτηκα: ‘
Πώς λέω «Ειρήνη πασι» και ευλογώ το γέροντα, αφού εγώ παίρνω τη χάρη από κείνων;
Ακούω τότε μία φωνή από το πετραχήλι νά μου λέει: Δεν ευλογείς εσύ. Εγώ ευλογώ!”.
[προφορική διήγηση τού ερημίτη}
Ιερατικό συλλείτουργο
ΣΟΦΗ και άγία ιερατική μορφή υπήρξε ο αρχιμανδρίτης π.’Ιωήλ Γιαννακόπουλος
Τρία χρόνια μετά την κοίμησή του, στις 19 ‘0κτωορίου 1969 (μνήμη του προφήτου Ίωήλ), στο παρεκκλήσι του ‘Ορθοδόξου Χριστιανικού Σωματείου
«Τρεις .Ιεράρχαι», στην ‘Αθήνα, έγινε αγρυπνία εις μνήμην του μακαριστού π. Ίωήλ. Συλλειτουργούσαν οι αρχιμανδρίτες π. Άγαθάγγελος Μιχαηλίδης (l991), π. Έπιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1989) και π. Μελέτιος Καλαμαρας (τώρα Μητροπολίτης Νικοπόλεως).
Προς το τέλος της θείας λειτουργίας, την ώρα του κοινωνικού, αρκετοί πιστοί, πνευματικά τέκνα του π. Ίωήλ, είδαν ένα παράδοξο όραμα.
Φάνηκε στη μέση της εκκλησίας, στη θέση του πολυελαίου, ένας θρόνος ολόφωτος, σαν από νεφέλη φωτεινή, πάνω στον όποίο ήταν καθισμένος ο π.Ίωήλ. Ό θρόνος κουνιόταν πάνω από τα κεφάλια του πλήθους, πού παρακολουθούσε με κατάνυξη και δέος τη θεία λειτουργία. στη συνέχεια χάθηκε, όπότε ο π. Ίωήλ, ντυμένος την ιερατική του στολή, φάνηκε ανάμεσα στους τρεις ιερουργούς φίλους του.
Το γεγονός αυτό σχολιάστηκε από Το εκκλησίασμα σαν μία ένδειξη της αγιότητας του π. Ίωήλ, αλλά και σαν μία επιβεβαίωση της πίστεως της Εκκλησίας μας ότι οι κοιμηθέντες ευλαβείς ιερείς κατεβαίνουν στους ναούς μας την ώρα της θείας λειτουργίας και συνιερουργούν με τούς αγαπημένους τους ζώντες ιερείς.