Πρώτη Πενηντάδα Κεφαλαίων Περὶ Ἀγάπης
1. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ ἀγαθὴ διάθεση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία τὴν κάνει νὰ μὴν προτιμᾶ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα περισσότερο ἀπὸ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως ἀδύνατο νὰ φτάσει ν’ ἀποκτήσει σταθερὰ αὐτὴ τὴν ἀγάπη ὅποιος ἔχει κάποια ἐμπαθῆ κλίση σὲ κάτι ἀπὸ τὰ γήινα.
2. Τὴν ἀγάπη τὴν γεννὰ ἡ ἀπάθεια. τὴν ἀπάθεια τὴν γεννὰ ἡ ἐλπίδα στὸν Θεό. τὴν ἐλπίδα, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ μακροθυμία. Αὐτὲς τὶς γεννὰ ἡ καθολικὴ ἐγκράτεια. τὴν ἐγκράτεια, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ τὸν γεννὰ ἡ πίστη.
3. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο, φοβᾶται τὴν κόλαση. Κι ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὴν κόλαση, ἐγκρατεύεται ἀπὸ τὰ πάθη. Ἐκεῖνος ποὺ ἐγκρατεύεται ἀπὸ τὰ πάθη, ὑπομένει ὅσα θλίβουν. Ἐκεῖνος ποὺ ὑπομένει ὅσα θλίβουν, θὰ ἀποκτήσει τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό. Ἡ ἐλπίδα στὸ Θεὸ ἀπομακρύνει τὸ νοῦ ἀπὸ κάθε ἐμπαθῆ κλίση πρὸς τὰ γήινα. Καὶ ὅταν χωριστεῖ ἀπὸ αὐτὴν ὁ νοῦς, θὰ ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
4. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, πάνω ἀπὸ ὅλα τα κτίσματά Του προτιμᾶ τὴν γνώση Του κι ἀδιάλειπτα μὲ πόθο τὴν προσμένει.
5. Ἂν ὅλα τα ὄντα ἔγιναν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὸ Θεό, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὰ δημιουργήματά Του, ἐκεῖνος ποὺ ἐγκαταλείπει τὸ Θεὸ καὶ στρέφεται στὰ χειρότερα, φανερώνεται ὅτι προτιμᾶ περισσότερό τα δημιουργήματα ἀπὸ τὸ Θεό.
6. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει προσηλωμένο τὸ νοῦ του στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καταφρονεῖ ὅλα τα ὁρατά, καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀκόμη, σὰν νὰ εἶναι ξένο.
7. Ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ἀπὸ τὸν κόσμο ὁ Δημιουργὸς Θεός, ἐκεῖνος ποὺ προτιμᾶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸν κόσμο ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ τὸν δημιούργησε, αὐτὸς δὲ διαφέρει διόλου ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ λατρεύουν τὰ εἴδωλα.
8. Ἐκεῖνος ποὺ χώρισε τὸ νοῦ του ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θεωρία, καὶ τὸν ἔχει δεμένο σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ αἰσθητά, αὐτὸς εἶναι ποὺ προτιμᾶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὰ κτίσματα ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ τὰ δημιούργησε.
9. Ἂν ἡ ζωὴ τοῦ νοῦ εἶναι ὁ φωτισμὸς ποὺ δίνει ἡ πνευματικὴ γνώση, κι αὐτὸν τὸν γεννὰ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ὀρθὰ ἔχει λεχθεῖ πὼς δὲν εἶναι τίποτε πιὸ μεγάλο ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη.
10. Ὅταν μὲ τὸν ἔρωτα τῆς ἀγάπης ὁ νοῦς μεταβαίνει πρὸς τὸ Θεό, τότε δὲν ἔχει διόλου αἴσθηση γιὰ κανένα ἀπὸ τὰ κτίσματα. Καθὼς καταφωτίζεται ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ἄπειρο φῶς, γίνεται ἀναίσθητος γιὰ ὅλα τα κτίσματα, ὅπως τὰ μάτια δὲν βλέπουν τὰ ἄστρα ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος.
11. Ὅλες οἱ ἀρετὲς βοηθοῦν τὸ νοῦ γιὰ νὰ ἀποκτήσει τὸν θεῖο ἔρωτα, περισσότερο ὅμως ἀπ’ ὅλες ἡ καθαρὴ προσευχή. Γιατί μὲ αὐτὴν ὁ νοῦς παίρνει φτερὰ καὶ πετὰ πρὸς τὸ Θεό, καὶ βγαίνει ἔξω ἀπὸ ὅλα τα ὄντα.
12. Ὅταν ὁ νοῦς ἁρπαχθεῖ μέσω τῆς ἀγάπης ἀπὸ τὴ θεία γνώση, καὶ ἀφοῦ βρεθεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ ὄντα, αἰσθάνεται τὴν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ. τότε, ὅπως συνέβη στὸν Ἠσαΐα, ἀπὸ τὴν ἔκπληξη ἔρχεται σὲ συναίσθηση τῆς μηδαμινότητάς του καὶ λέει μὲ κατάνυξη τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Ὢ ἔγω, ὁ ἄθλιος, τί συντριβὴ νιώθω! Ἐγώ, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχω χείλη ἀκάθαρτα, καὶ ἀνάμεσά σε λαὸ ποὺ ἔχει χείλη ἀκάθαρτα κατοικῶ, εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὸν Βασιλέα, τὸν Κύριο Σαββαὼθ»(1).
13. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸ Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπήσει καὶ κάθε ἄνθρωπο σὰν τὸν ἑαυτό του, ἂν καὶ τὸν δυσαρεστοῦν τὰ πάθη ἐκείνων ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμα καθαριστεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ χαίρεται μὲ ἀμέτρητη καὶ ἀνέκφραστη χαρὰ γιὰ τὴ διόρθωσή τους.
14. Ἀκάθαρτη εἶναι ἡ ψυχὴ ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπὸ κακοὺς λογισμούς, ἀπὸ ἐπιθυμία καὶ μίσος.
15. Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει καὶ ἴχνος μόνο μίσους μέσα στὴν καρδιά του, πρὸς ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο γιὰ ὁποιοδήποτε φταίξιμό του, εἶναι ἐντελῶς ξένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Γιατί ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ δὲν ἀνέχεται διόλου τὸ μίσος κατὰ τοῦ ἀνθρώπου.
16. «Ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ – λέει ὁ Κύριος – θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές Μου(2). Καὶ ἡ δική Μου ἐντολὴ εἶναι νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον(3)». Ἄρα λοιπὸν ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τὸν πλησίον του, δὲν τηρεῖ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν τηρεῖ τὴν ἐντολή, οὔτε τὸν Κύριο μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει.
17. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει κάθε ἄνθρωπο στὸν ἴδιο βαθμό.
18. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν προσηλώνεται σὲ κανένα πράγμα φθαρτὸ ἢ πρόσκαιρο.
19. Μακάριος ὁ νοῦς ποὺ προσπέρασε ὅλα τα ὄντα καὶ ἀπολαμβάνει συνεχῶς τὴν θεία ὡραιότητα.
20. Ἐκεῖνος ποὺ φροντίζει γιὰ τὴ σάρκα, πῶς νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἐπιθυμίες της, καὶ γιὰ πρόσκαιρα πράγματα ἔχει μνησικακία πρὸς τὸν πλησίον του, αὐτὸς λατρεύει τὴν κτίση ἀντὶ τοῦ Δημιουργοῦ(4).
21. Ἐκεῖνος ποὺ διατηρεῖ τὸ σῶμα τοῦ γερὸ καὶ μακριὰ ἀπὸ ἡδονές, τὸ ἔχει συνδουλό του γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὰ πνευματικά.
22. Ὅποιος ἀποφεύγει ὅλες τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες, κάνει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀνώτερο ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ὑλικότητα.
23. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸ Θεό, ἀγαπᾶ δίχως ἄλλο καὶ τὸν πλησίον του. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φυλάει χρήματα. τὰ διαχειρίζεται κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ μοιράζει σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.
24. Ὅποιος κάνει ἐλεημοσύνη μιμούμενος τὸ Θεό, δὲν κάνει διάκριση καλοῦ καὶ κακοῦ, δικαίου καὶ ἀδίκου στὰ ἀπαραίτητά της ζωῆς, ἀλλὰ μοιράζει ἴδια σὲ ὅλους κατὰ τὶς ἀνάγκες τους, ἂν καὶ προτιμᾶ γιὰ τὴν ἀγαθή του προαίρεση τὸν ἐνάρετο ἀπὸ τὸν κακό.
25. Ὁ Θεὸς ἐκ φύσεως ἀγαθὸς καὶ ἀπαθής, ὅλους τους ἀγαπᾶ ἐξίσου ὡς δημιουργήματά Του, ἀλλὰ τὸν ἐνάρετο τὸν δοξάζει ἐπειδὴ ἀποκτᾶ καὶ τὴν γνώση, ἐνῶ τὸν κακὸ ἄνθρωπο, τὸν ἐλεεῖ λόγω τῆς ἀγαθότητάς Του, καὶ παιδεύοντας τὸν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, τὸν φέρνει σὲ μετάνοια καὶ διόρθωση. Ἔτσι καὶ ὁ καλοπροαίρετος καὶ ἀπαθὴς ἄνθρωπος, ὅλους τους ἀνθρώπους τοὺς ἀγαπᾶ ἐξίσου. Τὸν ἐνάρετο καὶ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση του, καὶ γιὰ τὴν καλή του προαίρεση. τὸν κακὸ τὸν ἐλεεῖ καὶ σὰν συνάνθρωπό του, καὶ ἀπὸ συμπάθεια, ἐπειδὴ ὡς ἀνόητος βαδίζει στὸ σκοτάδι.
26. Ἡ διάθεση τῆς ἀγάπης δὲν διαπιστώνεται μόνο μὲ τὴν παροχὴ χρημάτων, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ τὴ μετάδοση λόγου καὶ μὲ τὴ σωματικὴ διακονία.
27. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπαρνήθηκε εἰλικρινὰ τὰ κοσμικὰ καὶ ὑπηρετεῖ μὲ ἀγάπη ἀπροσποίητη τὸν πλησίον του, ἐλευθερώνεται γρήγορα ἀπὸ κάθε πάθος καὶ μετέχει στὴ θεία ἀγάπη καὶ γνώση.
28. Ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε κτῆμα τοῦ τὴ θεία ἀγάπη, δὲν κουράζεται νὰ ἀκολουθεῖ συνέχεια τὸν Κύριό του(5), ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἱερεμίας, ἀλλὰ ὑπομένει μὲ γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία καὶ ὕβρη, χωρὶς νὰ σκέφτεται τὸ κακὸ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁποιοσδήποτε.
29. Ὅταν σὲ προσβάλλει κανένας ἢ σ’ ἐξευτελίσει σὲ κάτι, τότε φυλάξου ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὀργῆς, μήπως μὲ τὴ λύπη σὲ χωρίσουν ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ σὲ μεταφέρουν στὴ χώρα τοῦ μίσους.
30. Ὅταν αἰσθανθεῖς πόνο ἐπειδὴ κάποιος σὲ πρόσβαλε ἢ σὲ ντρόπιασε, νὰ ξέρεις ὅτι ὠφελήθηκες πολύ. μὲ τὸ ντρόπιασμα βγῆκε ἀπὸ μέσα σου ἡ κενοδοξία.
31. Ὅπως ἡ μνήμη τῆς φωτιᾶς δὲν ζεσταίνει τὸ σῶμα, ἔτσι πίστη χωρὶς ἀγάπη δὲν φέρνει στὴν ψυχὴ τὸν φωτισμὸ τῆς γνώσεως.
32. Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ἑλκύει τὸ ὑγιὲς μάτι, ἔτσι καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ τραβὰ φυσικῶς τὸν καθαρὸ νοῦ στὸν ἑαυτό της μὲ τὴν ἀγάπη.
33. Νοῦς καθαρὸς εἶναι ὁ νοῦς ποὺ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ καταφωτίζεται ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς.
34. Ψυχὴ καθαρὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ εὐφραίνεται ἀκατάπαυστα μὲ τὴ θεία ἀγάπη.
35. Πάθος ἀξιοκατηγόρητο, εἶναι μιὰ κίνηση τῆς ψυχῆς παρὰ φύση.
36. Ἀπάθεια εἶναι μιὰ εἰρηνικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχὴ δύσκολα κινεῖται πρὸς τὴν κακία.
37. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπόκτησε τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης μὲ τὸ ζῆλο του, δὲν χωρίζεται ἀπὸ αὐτή, ἀκόμη κι ἂν ὑποφέρει μύρια κακά. Ἃς σὲ πείσει γι’ αὐτὸ ὁ Στέφανος ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ ὅμοιοί του, ποὺ προσευχόταν γιὰ κείνους ποὺ τὸν φόνευαν καὶ ζητοῦσε νὰ τοὺς συγχωρήσει ὁ Θεός, ἐπειδὴ ἐνεργοῦσαν ἔτσι ἀπὸ ἄγνοια(6).
38. Ἂν ἰδίωμα τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ μακροθυμία καὶ ἡ χρηστότητα(7), τότε ἐκεῖνος ποὺ θυμομανιάζει καὶ ἐνεργεῖ δόλια, εἶναι φανερὸ ὅτι ἀποξενώνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Κι ὅποιος εἶναι ξένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι ξένος ἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη(8).
39. «Μὴν πεῖτε, λέει ὁ θεῖος Ἱερεμίας, ὅτι εἶστε ναὸς τοῦ Κυρίου»(9). καὶ σὺ μὴν πεῖς ὅτι «ἡ ἀπογυμνωμένη ἀπὸ ἔργα πίστη στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ μπορεῖ νὰ μὲ σώσει». Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, ἂν δὲν ἀποκτήσεις καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτὸν μὲ τὰ ἔργα. Ἡ γυμνὴ ἀπὸ ἔργα πίστη δὲν ὠφελεῖ, ἀφοῦ καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουν καὶ τρέμουν(10).
40. Ἔργο ἀγάπης εἶναι ἡ πρὸς τὸν πλησίον ὁλόψυχη εὐεργεσία καὶ μακροθυμία καὶ ὑπομονή, καὶ ἡ χρήση τῶν πραγμάτων μὲ ὀρθὸ λόγο.
41. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸ Θεό, δὲν λυπεῖ κανέναν, οὔτε λυπᾶται ἀπὸ κανέναν γιὰ πρόσκαιρα πράγματα. Μιὰ μόνο λύπη προξενεῖ καὶ δοκιμάζει, τὴ σωτήρια λύπη, τὴν ὁποία ὁ μακάριος Παῦλος καὶ δοκίμασε καὶ προξένησε στοὺς Κορίνθιους(11).
42. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, ζεῖ ἀγγελικὸ βίο πάνω στὴ γῆ. νηστεύει κι ἀγρυπνεῖ, ψάλλει καὶ προσεύχεται, καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο σκέφτεται πάντοτε καλά.
43. Ὅ,τι ἐπιθυμεῖ κανείς, ἐκεῖνο ἀγωνίζεται ν’ ἀποκτήσει. Κι ἀπὸ ὅλα τα ἀγαθὰ κι ἐπιθυμητά, ἀσύγκριτα πιὸ ἀγαθὸ καὶ ἐπιθυμητὸ εἶναι ὁ Θεός. Πόση λοιπὸν ἐπιμέλεια ἔχομε χρέος νὰ καταβάλομε γιὰ νὰ ἐπιτύχομε τὸ φύσει ἀγαθὸ καὶ ἐπιθυμητό;
44. Μὴ μολύνεις τὴ σάρκα σου μὲ αἰσχρὲς πράξεις καὶ μὴν λερώνεις τὴν ψυχή σου μὲ πονηροὺς λογισμούς. Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ θὰ ἔρθει σ’ ἐσένα καὶ θὰ φέρει τὴν ἀγάπη.
45. Νὰ καταπονεῖς τὸ σῶμα σου μὲ νηστεία καὶ ἀγρυπνία καὶ ν’ ἀσχολεῖσαι ἀκούραστα μὲ τὴν ψαλμωδία καὶ τὴν προσευχή. καὶ θὰ ἔρθει σ’ ἐσένα ὁ ἁγιασμὸς τῆς σωφροσύνης καὶ θὰ φέρει τὴν ἀγάπη.
46. Ἐκεῖνος ποὺ ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὴ θεία γνώση καὶ ἀπόκτησε διὰ μέσου της ἀγάπης τὸν φωτισμό της, δὲ θὰ παρασυρθεῖ ποτὲ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς κενοδοξίας. Εὔκολα ὅμως παρασύρεται ἀπὸ αὐτὴν ὅποιος δὲν ἀξιώθηκε τὴν θεία γνώση. Ἀλλὰ ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτός σε κάθε τί ποὺ πράττει ἔχει στραμμένο τὸ βλέμμα του στὸ Θεό, μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι ὅλα τα πράττει γι’ Αὐτόν, εὔκολα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν κενοδοξία.
47. Ὅποιος δὲν ἀπόκτησε ἀκόμη τὴ θεία γνώση, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἀγάπη, ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ ὅσα ἔργα κάνει σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀξιώθηκε καὶ τὴν ἀπόκτησε, λέει μὲ βαθιὰ συναίσθηση τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Πατριάρχης Ἀβραὰμ ὅταν εἶδε τὸν Θεό: «Ἐγὼ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη»(12).
48. Ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὸν Κύριο, ἔχει πάντοτε σύντροφό του τὴν ταπεινοφροσύνη, καὶ μὲ τὶς ἐνθυμήσεις ποὺ αὐτὴ προκαλεῖ, φτάνει στὴν θεία ἀγάπη καὶ εὐχαριστία. Φέρνει στὸ νοῦ τοῦ τὴ ζωὴ ποὺ ἔκανε πρωτύτερα στὸν κόσμο, καὶ τὰ διάφορα ἁμαρτήματα καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἀντιμετώπισε ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς νεότητάς του, καὶ πῶς ἀπ’ ὅλα ἐκεῖνα τὸν γλύτωσε ὁ Κύριος, καὶ τὸν μετέφερε ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν παθῶνστον κατὰ Θεὸν βίο. καὶ μαζὶ μὲ τὸ φόβο, ἀποκτᾶ καὶ τὴν ἀγάπη, εὐχαριστώντας πάντοτε μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη τὸν Εὐεργέτη καὶ Κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας.
49. Μὴ λερώσεις τὸ νοῦ σου ἀνεχόμενος λογισμοὺς ἐπιθυμίας καὶ θυμοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσεις ἀπὸ τὴν καθαρὴ προσευχὴ καὶ περιπέσεις στὸ πνεῦμα τῆς ἀκηδίας.
50. Τότε ὁ νοῦς χάνει τὴν οἰκειότητα ποὺ ἔχει μὲ τὸ Θεό, ὅταν δέχεται πονηροὺς ἢ ἀκάθαρτους λογισμοὺς νὰ παραμένουν.
Πηγή: Φιλοκαλία, Τόμος Β, http://agioreitika.net