Μενού Κλείσιμο

Χριστιανισμός & Επιστήμη: Οι θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Εισαγωγή

Ένα σημαντικό θέμα που απασχολεί πολλούς ανθρώπους της Εκκλησίας και της επιστημονικής κοινότητας είναι αυτό της σχέσης μεταξύ Πίστεως και Επιστήμης. Πολλά συγκλίνοντα και αποκλίνοντα έχουν γραφεί και αναφερθεί στο πέρασμα των χρόνων σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, όμως η εντύπωση που αφήνει το άκουσμα αυτών των λέξεων στην ίδια πρόταση είναι μάλλον αρνητική, φαντάζοντας στο νου των ανθρώπων τα μεγέθη αυτά ως διεστώτα.

Τα τελευταία χρόνια πάντως έχουν γίνει προσπάθειες για διάλογο ανάμεσα σε μέλη της Εκκλησίας και επιστήμονες, κυρίως του θετικού πεδίου, για να βρεθεί μια χρυσή τομή διαλόγου. Ο κύριος λόγος που υπάρχει αυτό το κατά τα φαινόμενα χάσμα, οφείλεται σε ορισμένες λανθασμένες πρακτικές που ακολουθήθηκαν την εποχή του Μεσαίωνα και στο γεγονός ότι η επιστήμη ασχολείται αποκλειστικά με απτά υλικά πράγματα, ενώ η πίστη με πνευματικά, με αποτέλεσμα η αδιάκριτη προσέγγιση αυτών των πεδίων να φέρνει δυσάρεστα αποτελέσματα. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί να αποδείξει πως η διδασκαλία της Εκκλησίας και η επιστήμη δεν συγκρούονται και να ξεδιαλύνει ορισμένα σημεία τα οποία επιδέχονται παρερμηνειών.

Ιστορικό υπόβαθρο και διάκριση Εκκλησίας – χριστιανικών ομολογιών

Είναι χρήσιμο να ξεκινήσουμε κάνοντας μια πολύ σημαντική διευκρίνιση στο ζήτημα περί Εκκλησίας. Ως γνωστόν η διαμάχη μεταξύ της θρησκείας και της επιστήμης ξεκίνησε την εποχή του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, όταν μέλη της παπικής ομολογίας δίωκαν όσους επιστήμονες διαφωνούσαν με την κοσμοαντίληψη που εκείνοι είχαν. Ο λόγος ήταν πως οι παπικοί είχαν ενσωματώσει στην θεολογία τους τα διδάγματα του Αριστοτέλη περί κοσμολογίας, με αποτέλεσμα να φτάσουν στο σημείο να τα θεωρούν αλάνθαστα, καλύπτοντάς τα με θρησκευτικό ένδυμα.1 Αποτέλεσμα αυτού ήταν, όταν αποδείχθηκε ερευνητικά πως η αριστοτελική διδασκαλία περί κόσμου ήταν λανθασμένη, οι δυτικοί να χαρακτηρίσουν ως αιρετικούς τους επιστήμονες που αποδέχονταν τα νέα ορθά στοιχεία, αφού πλέον εκείνοι δεν αμφισβητούσαν απλώς μια θεωρία, αλλά ένα δόγμα της πίστεως. Ακόμα ένας λόγος που υπήρξε αντίδραση κατά των νέων ανακαλύψεων, ήταν το γεγονός πως το επιστημονικό κατεστημένο της εποχής εκείνης είχε κι αυτό ενστερνιστεί την αριστοτελική φιλοσοφία.2 Επίσης, η «επιστημονική επανάσταση» που συντελέσθηκε στην Δυτική Ευρώπη την εποχή του Μεσαίωνα συνέβαλε στην διάσταση των δύο χώρων, με απόληξη την αρχή που διατεινόταν πως στην νέα φιλοσοφία γίνονται δεκτές μόνο οι αλήθειες που επιβεβαιώνονται από τον ορθό λόγο, που ως επακόλουθο είχε η πίστη στον Θεό να μένει εκτός των τεθέντων αυτών ορίων, με αποτέλεσμα την απόρριψη των δογμάτων και την εμφάνιση της αθεΐας.3 Τα όσα ακολούθησαν είναι λίγο πολύ γνωστά. Το Βατικανό ενήργησε με ακραίο τρόπο ενάντια σε όσους έφερναν αντίρρηση σε κοσμολογικά θέματα, εκδιώκοντας, δικάζοντας ή και θανατώνοντάς τους. Απότοκα των φαινομένων αυτών δεν ήταν απλώς η υπέρβαση των ορίων της δικαιοδοσίας του παπικού δόγματος επί των επιστημών, αλλά κάτι ακόμα σοβαρότερο, η σύγχυση των ορίων των γνώσεων, θεϊκής και ανθρώπινης, και τελικά η σύγκρουσή τους.3

Έτσι λοιπόν με το πέρασμα των ετών, την εμφάνιση του Διαφωτισμού και αφού αποδείχθηκαν λανθασμένες οι δοξασίες των Δυτικών, κλονίστηκαν τα θεμέλια του ανυπέρβλητου στην μεταφυσική οντολογία, διότι η επιστήμη βεβαίωσε ότι αυτό το αμετάβλητο που θεωρούταν δεδομένο δεν υπάρχει, δημιουργώντας παράλληλα την πεποίθηση πως ο Χριστιανισμός έχει εσφαλμένες θεωρήσεις μεταξύ άλλων και περί της δημιουργίας του κόσμου, επομένως αμφισβητήθηκε και η θεοπνευστία των ιερών κείμενων του, καθώς επίσης θεωρήθηκε πως εναντιώνεται στην επιστημονική πρόοδο, εμμένοντας σε δογματικές αντιλήψεις, κι έτσι καταλήξαμε στο σημείο να θεωρείται η πίστη ενάντια στην επιστήμη.3, 4 Μάλιστα οι απόψεις αυτές επιβιώνουν μέχρι και τις μέρες μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μία αναφορά του αειμνήστου καθηγητού Stephen Hawking, ο οποίος κατηγορεί στο πασίγνωστο βιβλίο του «Το χρονικό του χρόνου» υπαινικτικά και περιπαικτικά τον πάπα, τις ενέργειές του την εποχή του Μεσαίωνα και το σκεπτικό του περί Θεού, επιρρωνύοντας την άποψη πως η διάσταση μεταξύ πίστεως και επιστήμης οφείλεται στις ενέργειες του Βατικανού.5 Πρέπει όμως να παραδεχτούμε, πως φαινόμενα εναντίωσης των επιστημόνων προς την πίστη υπήρξαν παλαιόθεν, από την εποχή ακόμα του Μ. Βασιλείου, όπου οι κατέχοντες την ανθρώπινη σοφία και επιστήμη, πολλές φορές φέρονταν με τρόπο ειρωνικό απέναντι στους πιστούς, χωρίς όμως οι όποιες διαμάχες να λάβουν τις διαστάσεις του Μεσαίωνα.6 Αλλά τα όσα αναφέρθηκαν αφορούν άραγε και την Ορθοδοξία;

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει και δεν μπορεί να κατηγορηθεί η Εκκλησία για ενέργειες τρίτων και αυτό διότι, όπως αναφέρεται και στο «Σύμβολο της Πίστεως» η Εκκλησία είναι «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική», δεν υπάρχει ετέρα και αυτή δεν είναι άλλη πέρα από την Ορθόδοξο, η Οποία συνεστήθη την ημέρα της Πεντηκοστής και συνεχίζει την ύπαρξή της άχρι του νυν και θα την συνεχίζει έως της συντελείας του κόσμου. Αυτό επιβεβαιώνει ο Ίδιος ο Κύριος όταν λέει πως «γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ιω. Ι’, 16 ), αλλά και ο Απόστολος Παύλος σημειώνοντας πως «αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας» (Κολ. Α’, 18). Αφού λοιπόν ο Χριστός είναι Ένας, άρα ένα είναι και το Σώμα Του, δηλαδή η Εκκλησία Του. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός, πως ανάλογη αναφορά γίνεται και από δύο καταξιωμένους ανθρώπους της επιστήμης, τους καθηγητές αστροφυσικής Μ. Δανέζη και Σ. Θεοδοσίου, η οποία είναι ιδιαιτέρως σημαίνουσα, διότι επιβεβαιώνει τις παραπάνω αναφορές από μη εκκλησιαστικά πρόσωπα, όπως ιερείς και θεολόγους.7 Επομένως, δεν πρέπει να συγχέουμε την Ορθοδοξία με τα άλλα χριστιανικά δόγματα, αφού όπως γράφει ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης, «το τραγικό είναι ότι οι μη γνωρίζοντες πλέον τη ρωμηοσύνη, που επίσης συγχέουν την Ορθοδοξία με τις θρησκευτικές παραδόσεις των Ευρωπαίων, νομίζουν ότι, ό,τι ισχύει κατά ή υπέρ του ευρωπαϊκού Χριστιανισμού, ισχύει και κατά ή υπέρ της Ορθοδοξίας».8

Η διαφορά μεταξύ Δύσεως και Εκκλησίας, εκτός από το φάσμα των πρακτικών, έγκειται φυσικά και σε θεολογικό επίπεδο, αφού στην Ορθοδοξία η γνωσιολογία προσδιορίζεται από το γνωριζόμενο αντικείμενο, το οποίο είναι διπλό, το Άκτιστο και το κτιστό. Άκτιστο είναι ο Τριαδικός Θεός, του Οποίου η Τριαδικότητα δεν ορίζεται μεταφυσικά, άλλα γνωρίζεται εμπειρικά και κτιστό το σύμπαν, στο οποίο πραγματώνεται η ύπαρξή μας. Πίστη είναι η γνώση του Ακτίστου και επιστήμη είναι η γνώση του κτιστού, συνεπώς πρόκειται για δύο διαφορετικές γνώσεις, κάθε μία από τις οποίες έχει την μέθοδο και το όργανό της. Αντιθέτως, στην λατινική Δύση υπήρξαν ρεύματα που είναι παντελώς ξένα προς την Ορθοδοξία, όπως αυτά του σχολαστικισμού, ο οποίος ερείζεται γνωσιολογικά στην αποδοχή των πλατωνικών αρχετύπων ειδών και η γνώση του Θεού επιτυγχάνεται με την διείσδυση του λογικού στην ουσία των όντων, αποτελώντας την θεμελίωση της μεταφυσικής θεολόγησης που προϋποθέτει την οντολογική σχέση Θεού και κόσμου, και του νομιναλισμού, κατά τον οποίο τα υπερβατικά αρχέτυπα είναι απλά ονόματα και όχι οντότητες όπως στον ρεαλισμό, αποτελώντας το υπόβαθρο της επιστημονικής ανάπτυξης του ευρωπαϊκού κόσμου, δηλαδή των θετικών επιστημών και αποτυπώνει την διαπάλη πλατωνισμού και αριστοτελισμού στην ευρωπαϊκή σκέψη.

Η σύγχυση που υπάρχει, τουλάχιστον στον ελλαδικό χώρο, οφείλεται στο λάθος από την πλευρά των Ελλήνων διαφωτιστών, οι οποίοι μη έχοντες σχέση με την πατερική παράδοση της γνώσης, κι ας ήταν αρκετοί από αυτούς κληρικοί ή μοναχοί, μετέφεραν στην Ελλάδα την σύγκρουση που υπήρχε στην Δυτική Ευρώπη, φθάνοντας σε σημείο να ομιλούν περί «ανορθολογικής θρησκείας», ενώ η πατερική Ορθοδοξία διέκρινε τις δύο γνώσεις και την διαφορά ανάμεσα στο λογικό και το υπέρλογο.9 Αυτή η κατάσταση προϊόντος του χρόνου πέρασε και στην εκπαίδευση, που ως απότοκο είχε την απομάκρυνση από την ημετέρα Παράδοση των Πατέρων, η οποία με την σειρά της δημιούργησε και επέφερε το πρόβλημα της έλλειψης επικοινωνίας μεταξύ θεολογίας και επιστήμης.10

Καταληκτικά, αυτό που θα ήταν ορθό να λέγεται δεν είναι πως η Εκκλησία αντιτίθεται στην επιστήμη ή ότι η πρώτη κατεδίωξε την δεύτερη, αλλά ότι συγκεκριμένα άτομα συγκεκριμένων θρησκευτικών χώρων ενήργησαν εσφαλμένα. Αντιθέτως με ό,τι πιστεύεται μάλιστα, η Εκκλησία έχει να επιδείξει σοβαρό και σπουδαίο επιστημονικό έργο, αλλά και σημαντικούς λογίους και επιστήμονες, πολλοί εκ των οποίων σχετίζονταν άμεσα με Αυτήν, από την βυζαντινή εποχή μέχρι και την ζοφερή εποχή της τουρκοκρατίας.11 Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικούς από την εποχή αυτή, όπως οι Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800) Αρχιεπίσκοπος, λόγιος και θεολόγος, Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806) κληρικός και παιδαγωγός, Κοσμάς Μπαλανός (1731-1808), κληρικός, λόγιος και συγγραφέας, Βενιαμίν ο Λέσβιος (1759-1824), μοναχός, λόγιος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας, Σεβαστός Λεοντιάδης (1690-1765), σχολάρχης και κληρικός, Θωμάς Μανδακάσης (1709-1796), ιατροφιλόσοφος και διδάκτωρ της ιατρικής, Ιωάννης Θεολόγητος, λόγιος έμπορος, Κωνσταντίνος Μιχαήλ (1751-1816), ιατροφιλόσοφος, Μάρκος Αθ. Δραγούμης (1770-1855), πολιτικός και διδάσκαλος, Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847), ποιητής, νομικός, ιατροφιλόσοφος και φιλόλογος κ.α.12 Άξια μνείας είναι και μία αναφορά του ιστορικού – ερευνητή Γ. Καρρά, ότι «σέ σύνολο 33.512 χειρογράφων ὅλων τῶν Ἐπιστημῶν, τά 4.466 εἶναι τοῦ 18ου αἰῶνος καί τά 915 τῶν δύο πρώτων δεκαετιῶν τοῦ 19ου αἰῶνα»,13 επιβεβαιώνοντας την τάση που υπήρχε από του Έλληνες Ορθοδόξους για ενασχόληση με την επιστήμη.

Είναι λοιπόν φανερό και τοις πάσι γνωστό πως η Εκκλησία υπήρξε ο βασικός πυλώνας στην διατήρηση των επιστημών, όπως και στην μόρφωση των Ελλήνων την περίοδο του τουρκικού ζυγού, με πολλούς ιερείς και μοναχούς να δραστηριοποιούνται σε αυτό το κομμάτι, αλλά γενικότερα και με πολλούς λογίους να προσφέρουν πολλά στον συγκεκριμένο τομέα, χωρίς να υπάρχουν φαινόμενα τα οποία συναντούνται στην παπική και προτεσταντική Δύση. Το γεγονός ότι στον ελλαδικό χώρο και στον Ορθόδοξο κόσμο οι επιστήμες δεν προόδευσαν όσο στην Δύση, οφείλεται στην οθωμανική κατάκτηση και όχι σε κάποια υποτιθέμενη απώθηση των επιστημών από την Εκκλησία.14 Απόρροια αυτού ήταν, ο επαναπροσδιορισμός των επιστημών να λάβει χώρα στην δυτική και κεντρική Ευρώπη και να διαδοθεί εκ των υστέρων στον ανατολικό κόσμο, με αποτέλεσμα η συζήτηση των σχέσεων μεταξύ Χριστιανισμού και επιστημών να γίνεται πρώτα στην Δύση και όταν αυτή μεταφέρεται στην ανατολή, να προσάπτονται στην Ορθοδοξία και οι ενέργειες των Δυτικών.15

Με αφορμή την σχέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με την επιστήμη και κατά προέκταση την παιδεία, αξίζει να γίνει ακόμα μία σημαντική αναφορά. Έχουν υπάρξει φορές που ορισμένοι κατηγορούν την Εκκλησία, ότι έβλαψε την αρχαία ελληνική γραμματεία και μερικά από τα επιχειρήματα που προβάλλουν, αφορούν τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Σε μία από τις αποφάσεις αυτές αναγράφονται τα εξής: «τοῖς τὰ ἑλληνικὰ διεξιοῦσι μαθήματα, καὶ μὴ διὰ παίδευσιν μόνον ταῦτα παιδευομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς δόξαις αὐτῶν ταῖς ματαίαις ἑπομένοις, καί ὡς ἀληθέσι πιστεύουσι καὶ οὕτως αὐταῖς ὡς τὸ βέβαιον ἐχούσαις ἐγκειμένοις…».16 Παρερμηνευόμενο το χωρίο αυτό υποτίθεται ότι αναθεματίζει την αρχαία ελληνική παιδεία, όμως στο πραγματικό του περιεχόμενο αναφέρει, πως όσοι δέχονται τις αρχαίες δοξασίες, όχι απλώς προς διαμόρφωση παιδείας και γνώσεων, αλλά ως θεολογικές αλήθειες, αποκόπτονται από το σώμα της Εκκλησίας.

Εδώ λοιπόν φαίνεται η σοφία των Αγίων Πατέρων, αφού έπραξαν αντίθετα από ό,τι οι Δυτικοί στον Μεσαίωνα. Οι Άγιοι αποφάνθηκαν ότι δεν είναι ορθό να εμπλέκεται η ανθρώπινη σοφία στην θεολογία, αλλά πως αυτή είναι ωφέλιμη μόνο προς παίδευση, απόφαση η οποία πολλούς αιώνες αργότερα τους δικαίωσε απολύτως, αν κρίνουμε από τις κινήσεις των Δυτικών, που υιοθέτησαν θεωρίες της ανθρώπινης φιλοσοφίας ως τρόπο διαμεσολάβησης μεταξύ Θεού και ανθρώπου 17 και τα αποτελέσματα ήταν οικτρά. Βλέπουμε λοιπόν πως η Εκκλησία ενεργεί με σοφία, σύνεση και διάκριση ανάμεσα στα του Θεού και τα των ανθρώπων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που απέρριπτε την διαλεκτική μέθοδο για την θεογνωσία, διακρίνοντας το κτιστό από το Άκτιστο, του Οποίου υπήρξε ο κατ’ εξοχήν θεολόγος.18 Οι ανωτέρω αναφορές δεν έγιναν με σκοπό να θιγούν τα άλλα δόγματα του Χριστιανισμού, αλλά προς αποσαφήνιση των όρων, ενεργώντας παράλληλα και μία ιστορική αναδρομή, για να γνωρίζουμε το υπόβαθρο του αναλυθέντος θέματος, έτσι ώστε να μπορέσουμε να πορευτούμε χωρίς παρανοήσεις στην συνέχεια της έρευνας.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

1. π. Ι. Ρωμανίδη (1975), Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, κεφ. Δ’, 2
2. Ν.Α. Ματσούκας (1997), Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Γ’, σελ. 329-330, εκδόσεις Πουρναράς, Θεσσαλονίκη
3. π. Γεώργιος Μεταλληνός (1998), Πίστη και Επιστήμη στην Ορθόδοξη Γνωσιολογία και Μεθοδολογία, http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_metallhnos/faith_and_science_greek.htm
4. Θ.Ι. Ρηγινιώτης, «Επιστήμη, Δαρβίνος και Εκκλησία», https://o-nekros.blogspot.com
5. S. Hawking (1988), A brief history of time, σελ. 61, http://www.fisica.net/relatividade/stephen_hawking_a_brief_history_of_time.pdf
6. Π.Α. Παναγιωτόπουλος (2019), Τομές και Ασυμβατότητες: Φυσικές Επιστήμες και Θεολογία, σελ. 406, εκδόσεις Ροπή, Θεσσαλονίκη
7. Έτσι βλέπω τον κόσμο, Επεισόδιο 5: «Επιστήμη και Θεολογία – Α’ προβολή», https://www.youtube.com/watch?v=hrGeZpaZBnI (1.00-1.52)
8. π. Ι. Ρωμανίδη (1975), Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, κεφ. Δ’, 2
9. π. Γεώργιος Μεταλληνός (1998)
10. Πίστη και Επιστήμη – Συζήτηση με συντονιστή τον Μητροπολίτη Μεσογαίας Νικόλαο, https://www.youtube.com/watch?v=N355gVWj-Is&list=PLnSuucOs7ijwcv4QrLWDq9V68z6Ox0CCC&index=5&t=8s (8.20-9.00)
11. Κ. Σάθας (1868), Νεοελληνική Φιλολογία, Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας 1453-1821, σελ. 159, 160, 183, 184, 185
12. Θ.Φ. Δρίτσας, «Ο Χριστιανικός πολιτισμός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (γνωστὴ ως Ρωμανία/Βυζάντιο)», http://users.uoa.gr/%7Enektar/history/2romanity/civilization_of_romania.htm
13. Κ. Γάλλος, «Εκκλησία, σχολεία και επιστήμη κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας», http://apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?cat=hist&contents=contents_Genos.asp&main=ecclesia_history&file=8/8.4.htm
14. Συνέντευξη του Ευθύμιου Νικολαΐδη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο, Χαρτογραφώντας τις σχέσεις επιστήμης και θρησκείας, https://www.oanagnostis.gr/chartografontas-tis-schesis-epistimis-ke-thriskias
15. «Ο Ευθύμιος Νικολαΐδης για το 2ο Συνέδριο SOW», https://www.youtube.com/watch?v=4lX-RZG0dLI&t=307s
16. «Περὶ Ἀναθεμάτων», Ἀπάντηση ἐπεξηγηματική περὶ Ἀναθεμάτων – Ἄρθρο κατηγορίας γιὰ τοὺς συντάκτες τῶν ἀναθεμάτων, http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/explanatory/about_anathema.htm
17. «Ευθύμιος Νικολαΐδης – ΕΡΤ 8/11/2016», https://www.youtube.com/watch?v=s4rr6PIoup8&t=270s (3.20-4.00)
18. Ν.Α. Ματσούκας (1997), Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Γ’, σελ. 329-330, εκδόσεις Πουρναράς, Θεσσαλονίκη

Κοινοποίηση άρθρου:
Κατηγορία: Ωφέλιμα

Σχετικά άρθρα