Μενού Κλείσιμο

Το νέκταρ της Αιγίνης. Συναξαρικός θεατρικός μονόλογος

-Εγώ παιδί  μου γεννήθηκα στη Σηλυβρία, μια πόλη της Ανατολικής Θράκης, χαμένη πια από τις μνήμες των ανθρώπων. Έρχεται μόνο στη γλώσσα τους κάθε φορά που με τη χάρη του Θεού θυμούνται το απολυτίκιό μου. Γλυκιά πόλη η Σηλυβρία! Οι άνθρωποι των τωρινών καιρών δεν θα μάθουν ποτέ τι σημαίνει γλυκιά πόλη, τι σημαίνει να σου μιλάν οι πέτρες των σπιτιών, τα σοκάκια, τα στηρίγματα στα χαγιάτια, οι εκκλησιές, τα μαγαζιά! Κάτσε να σου δείξω κάτι παλιές φωτογραφίες. Κοίτα! Να η πύλη του τείχους! Πόσες φορές δεν είδα με τη φαντασία μου ένδοξα Βυζαντινά στρατεύματα να την διαβαίνουν! Να ο άγιος Σπυρίδων! Δίπλα του ο αγαπημένος μου βράχος. Στην κορυφή του, ξεκομμένος από την πολυκοσμία, άφηνα το βλέμμα μου να ταξιδέψει στη θάλασσα του Μαρμαρά. Εδώ σοκάκια φτωχικά. Κι εδώ…αχ εδώ…το σπίτι μου. Σου φαίνεται φτωχικό, μα έτσι τα χτίζανε τότε. Κάθε γωνιά του σα να με φωνάζει τώρα δα: «Αναστάση, Αναστάση»! Κι εγώ, με τ΄ άλλα έξι μου αδέλφια, να ρουφάμε αχόρταγα την ευωδιά της αρμύρας και της αγιοσύνης. Γιατί ο Θεός αξίωσε την πατρίδα μου να φυλάει από γενιά σε γενιά λείψανα μεγάλων αγίων. Του αγίου Αγαθόνικου του μάρτυρα, της οσίας Ξένης, κάποια εποχή της αγίας Ευφημίας. Μα πάνω απ΄ όλα αισθανόμασταν την προστασία της Παναγίας της Σηλυβρινής.

Προστασία και στοργή δέχτηκα απλόχερα. Και κάτι ακόμη: Απασχολήθηκαν πολύ οι γονείς μαζί μας. Δε μπορώ να θυμηθώ το σπίτι μου χωρίς τη διαρκή παρουσία του κυρ-Δήμου και της κυρα- Μπαλούς. Ώρες διαβάσματος, συζητήσεων και προσευχής. Αυτή η παιδική προσευχή…! Πολύ προσευχήθηκα στη ζωή μου, μα έλεγα πως κάτι καταφέρνω, μόνον αν ένιωθα  την ίδια γλύκα, που με είχε πλημμυρίσει τόσες φορές μπροστά στα εικονίσματα του πατρικού μου. Θυμάμαι, λέγαμε το «ελέησόν με ο Θεός» και η γλώσσα μου κόλλαγε στο «διδάξω ανόμους τας οδούς  σου». Μάζευα και χαρτί, το έδενα πρόχειρα σε σημειωματάριο και σημείωνα ότι ωραίο έπαιρνε τ΄ αυτί μου. Κι άλλοτε, ανέβαινα σε κάνα κασόνι και σαν «από άμβωνος» επαναλάμβανα ό,τι είχα ακούσει στο κήρυγμα. Λέω μερικές φορές πως ο Θεός, σαν ανοιχτό βιβλίο έχει μπροστά του τη ζωή, που μας ταιριάζει και στέλνει συνέχεια σημάδια, μέχρι να πούμε το μεγάλο «ναι» στο θέλημά του.

Ξέρεις τι είναι το πρώτο- πρώτο πράγμα που θυμάμαι στη ζωή μου; Μια ιστορία. Πήγε λέει κάποιος και ζήτησε από τον ηγούμενο ενός μοναστηριού να τον κάνει μοναχό.

«Πρέπει να βεβαιωθώ», του λέει εκείνος, «πως ξέρεις τι ζητάς».

«Ό,τι ορίσεις», του απάντησε ο άνθρωπος.

«Θα πας», του λέει ο ηγούμενος, «και θα περάσεις όλη τη νύχτα στο κοιμητήριο, βρίζοντας τους πεθαμένους και το πρωί θα έρθεις να μου πεις τι σου είπανε».

Πάει αυτός, έρχεται το πρωί.

«Πήγες;»

«Πήγα».

«Έκανες ό,τι σού ΄πα;»

«Έκανα».

«Σου απάντησαν τίποτα οι πεθαμένοι;»

«Τίποτα».

«Απόψε τη νύχτα θα πας και θα τους παινεύεις μέχρι να ξημερώσει».

Ξαναπάει αυτός, ξανάρχεται το πρωί.

«Πήγες;»

«Πήγα».

«Έκανες ό,τι σούπα;»

«Έκανα».

«Σού ΄παν τίποτα οι πεθαμένοι;»

«Τίποτα».

«Ε, αυτό ζύγισε αν αντέχεις. Όσο λογάριασαν οι πεθαμένοι τη συκοφαντία και τον έπαινο σου, άλλο τόσο πρέπει κι εσύ να τα λογαριάζεις. Ο μοναχός για τον κόσμο είναι νεκρός».

Ακόμη θυμάμαι την εντύπωση που μου έκανε αυτή η ιστορία. Δόξα τω Θεώ, από νωρίς έμαθα να διαβάζω τα σημάδια. Κι η ιστορία αυτή, σημάδι ήταν. Ο Θεός είχε αποφασίσει για τον δικό μου σταυρό. Το έλεός του θέλησε πάντα να ΄χω συντροφιά μου και έπαινο και κατάκριση και συκοφαντία. Και τελικά με αξίωσε με τη γαλήνη της σιωπής.

Το δεύτερο που σημάδεψε τη ζωή μου είναι ένα περιστατικό. Με το πατέρα μου και ένα μου αδελφό είχαμε ξανοιχτεί με την ψαρόβαρκα, όταν μία τρικυμία φοβερή έσκισε το πανί. Βάλε με τον νου σου τι τύχη μπορεί να έχει ένα καρυδότσουφλο, έρμαιο των κυμάτων, που φτάνανε σχεδόν τα   τρία μέτρα. Ο κίνδυνος για τη ζωή όλων μας ήταν άμεσος, χειροπιαστός. Ήμουν αρκετά μεγάλος, για να μπορώ να καταλάβω, πως μόνο απ΄ τον ουρανό μπορούσε να έρθει σωτηρία. Όλη η δύναμη των νιάτων μου κι όλη η απελπισία της ώρας εκείνης γινήκανε προσευχή φλογερή και αιχμηρή, που, σα βέλος, γύρεψε να συναντήσει τον θρόνο του Θεού. Την ίδια στιγμή, κάνοντας τρεις φορές το σταυρό μου, δένω με το ζωνάρι μου το πανί κι αγάλι-αγάλι φτάσαμε στο λιμανάκι. Έτσι σωθήκαμε. Όσο  σκεφτόμουνα μετά αυτό που είχε συμβεί, τόσο βεβαιωνόμουνα πως ο Θεός είχε βάλει το χέρι του.  Δεν είναι όμως τόσο το γεγονός που με σημάδεψε, όσο που το βράδυ άκουσα άθελά μου το πατέρα μου να λέει στη μάνα μου:

« Ο Αναστάσης μας θα γίνει άγιος».

Η ζωή μου σημαδεύτηκε από αυτή τη φράση. Κι αν δεν κατάλαβα τότε απόλυτα το νόημά της, ένιωσα την ψυχή μου να γεμίζει από έναν βαθύ πόθο: να κάνω ό,τι μπορώ, να μη λυπηθώ κόπους και θυσίες, φτάνει να βρω το δρόμο, που οδηγεί στον ουρανό. Ένας δρόμος με αρχή και τέλος έναν πατέρα: Ο ένας, εδώ στη γη, με τις λέξεις αυτές μου χάραξε μια πορεία. Ο άλλος, ο επουράνιος, ένιωθα πάντα να με περιμένει με αγκαλιά ανοιχτή.

Πηγή: https://www.pemptousia.gr/

Κοινοποίηση άρθρου:
Κατηγορία: Άγιοι, Άγιος Νεκτάριος, Βίοι Αγίων, Νέα, Περι αγωγής παιδιών, Πνευματική Ζωή

Σχετικά άρθρα