Ο ΟΣΙΟΣ Σιλουανός ο Αθωνίτης είναι μία από τις μεγαλύτερες σύγχρονες φυσιογνωμίες του αγιορείτικου και γενικότερα του ορθοδόξου μοναχισμού.
Ο Άγιος Σιλουανός γεννήθηκε το 1866 σε χωριό της περιφερείας Ταμπώβ της Ρωσίας. Στη νεανική του ηλικία όταν άκουσε το βίο ενός Αγίου εγκλείστου ασκητού πυρώθηκε η καρδιά του από αγάπη προς το Θεό. Ο νους του προσκολλήθηκε στην αδιάλειπτη μνήμη του και προσευχόταν πολύ με δάκρυα. Παρατήρησε μια εσωτερική μεταβολή από τη χαρισματική αυτή κατάσταση, που διήρκεσε τρεις μήνες, και αισθάνθηκε πόθο για τον μοναχισμό.
Μετά τον εγκατέλειψε αυτή η Χάρη και γύρισε στην κοσμική ζωή…
Κάποια ημέρα σε μία συμπλοκή παραλίγο θα σκότωνε ένα συγχωριανό του. Λίγο καιρό μετά από αυτό το επεισόδιο αποκοιμήθηκε και είδε στον ύπνο του ένα φίδι να σύρεται μέσα του από το στόμα.
Μαζί με την αηδία που ένοιωσε, άκουσε την φωνή της Θεοτόκου να του λέει με γλυκύτητα:
– Κατάπιες στο όνειρό σου φίδι και δεν σου άρεσε· το ίδιο δεν αρέσει και σε μένα να βλέπω τα έργα σου…
Τότε αισθάνθηκε βαθειά αποστροφή προς την αμαρτία και κυριευμένος από θερμή μετάνοια, σκεπτόταν συνεχώς το Άγιον Όρος και την μέλλουσα κρίση.
Το 1892, αμέσως μόλις τελείωσε την στρατιωτική του θητεία, ζήτησε από τον άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης να εύχεται γι’ αυτόν «να μην τον κρατήσει ο κόσμος» και αναχώρησε για το Περιβόλι της Παναγίας. Εισήλθε ως δόκιμος στην Ρωσική μονή του Αγίου Παντελεήμονος.
Μετά την γενική εξομολόγηση που έκανε στην αρχή της νέας του ζωής, ο πνευματικός του είπε ότι συγχωρήθηκαν όλες του οι αμαρτίες και ο νεαρός δόκιμος παραδόθηκε στην χαρά και στον πνευματικό αγώνα. Συνολικά κοιμόταν δύο ώρες το εικοσιτετράωρο και αυτές διακεκομμένες και όλες τις υπόλοιπες ώρες προσευχόταν.
Τρεις εβδομάδες μετά την άφιξή του στο μοναστήρι, κάποιο βράδυ, καθώς προσευχόταν μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η ευχή του Ιησού διείσδυσε στην καρδιά του και άρχισε να ενεργείται μόνη της ασταμάτητα, μέρα – νύχτα.
Την σπάνια και μεγάλη αυτή δωρεά, ακολούθησε σκληρός αγώνας κατά των λογισμών υπερηφάνειας και απογνώσεως για τη σωτηρία του, που του υπέβαλλαν οι δαίμονες.
Έξι μήνες πάλευε με αυτές τις δαιμονικές επιθέσεις, προσευχόμενος με όλη την δυνατή ένταση οπουδήποτε και αν βρισκόταν, ώσπου έφθασε σε εσχάτη απόγνωση.
Καθισμένος στο κελλί του, σκέφθηκε: «Ο Θεός είναι αδυσώπητος».
Τότε ένοιωσε τελεία εγκατάλειψη και η ψυχή του βυθίστηκε στο σκοτάδι απερίγραπτης αγωνίας.
Την ώρα του εσπερινού, ενώ προσευχόταν με την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό», ξαφνικά τον περιέλαμψε υπερφυσικό φως και είδε τον Χριστό ζωντανό να τον κοιτάζει με ανείπωτη πραότητα.
Η θεία αγάπη διαπέρασε όλη του την ύπαρξη και άρπαξε το πνεύμα του στην θεωρία του Θεού. Το όραμα τον αλλοίωσε, ώστε ο νους του, νύχτα – ημέρα να είναι στραμμένος στον Χριστό.
Το 1896 εκάρη μικρόσχημος μοναχός. Μία νύχτα ένας δαίμονας εμφανίστηκε μπροστά στην εικόνα του Χριστού περιμένοντας να τον προσκυνήσει. Ο Σιλουανός με πόνο καρδιάς ζήτησε την βοήθεια του Κυρίου και άκουσε στην ψυχή του την απάντηση:
– Οι υπερήφανοι πάντα έτσι υποφέρουν από τους δαίμονες.
– Κύριε, είπε ο Σιλουανός, δίδαξέ με τί πρέπει να κάνω για να ταπεινωθώ.
– Κράτα τον νου σου στον άδη και μη απελπίζου, ήταν η απάντηση.
Το 1911 εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Εκείνη περίπου την εποχή, ποθώντας η αδιάλειπτη προσευχή του να είναι απερίσπαστη, ζήτησε από τον ηγούμενο την ευλογία να αφήσει το διακόνημα του οικονόμου που είχε και να πάει στο παλαιό Ρωσικό, όπου χάρις στην ερημική ησυχία του τόπου ζούσαν αυστηροί ασκητές.
Εκεί έπαθε ψύξη στο κεφάλι και έως τον θάνατό του υπέφερε από μαρτυρικούς πονοκεφάλους, τους οποίους θεώρησε ως παιδαγωγική τιμωρία, επειδή είχε κάνει το θέλημά του.
Η ζωή του στον Άθωνα, διαποτισμένη από τη διαρκή μνήμη του Θεού, ξεχώριζε για τη συνέπεια και την ακρίβειά της τόσο στους πνευματικούς αγώνες όσο και στις μοναστηριακές διακονίες.
Υπομονετικός και μακρόθυμος, πράος και άκακος, τα πεινός και υπάκουος ο όσιος Σιλουανός, κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση των συμμοναστών του, αλλά και δέχτηκε πολλές επιθέσεις από τους φθονερούς και μισόκαλους δαίμονες.
Έχοντας παραδώσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά στο Θεό, πολύ σύντομα αξιώθηκε να λάβει το δώρο της ακατάπαυστης ευχής από την Κυρία Θεοτόκο, αλλά και να δει τον ζώντα Χριστό μέσα στο ναό του προφήτη Ηλία, στο μυλώνα της μονής.
Η θεοφάνεια εκείνη ήταν ο σημαντικότερος σταθμός της ζωής του. Από τότε η οξεία πνευματική αίσθησή του έγινε ακόμα οξύτερη. Αισθανόταν αφόρητο πόνο για την αμαρτία. Λυπόταν και έκλαιγε για τις ψυχές που βρίσκονται μακριά από την αλήθεια. Προσευχόταν αδιάλειπτα για όλο τον κόσμο.
Αγαπούσε τούς ανθρώπους και το Θεό χωρίς όρια. Μολονότι ολιγογράμματος, απέκτησε σπάνια σοφία και πείρα με τους αγώνες και τις μελέτες του. Η επικοινωνία μαζί του ήταν πηγή χαράς. Η παρου σία του χάριζε ειρήνη και ανάπαυση.
Μέσα στην προσευχή και τη δοξολογία του Θεού τελείωσε την επίγεια πορεία του. Κοιμήθηκε στις 11/24 Σεπτεμβρίου 1938 στη μονή της μετανοίας του.
Η διδασκαλία του, που έχει αποτυπωθεί στις γραφές του, είναι βαθιά βιωματική και αναφέρεται σε καίρια ζη τήματα της πνευματικής ζωής -προσευχή, χάρη, δοκιμα σίες, ταπείνωση, ειρήνη, ελευθερία, μετάνοια, αγάπη, υπακοή, θεογνωσία….
❈ Απολυτίκιον Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε: Οσίων εφάμιλλος, και κοινωνός αληθώς, εσχάτοις εν έτεσι, δι’ εναρέτου ζωής, εδείχθης μακάριε. Όθεν Σιλουανέ σε, η ουράνιος δόξα, δέδεκται μετά τέλος, συν Οσίοις Πατράσι· μεθ’ ων και καθικέτευε, υπέρ των τιμώντων σε.
Άγιε Σιλουανέ πρέσβευε υπέρ ημών