Ἀναφέρει ἡ Καραμφυλίδου Ἑλένη:
«Πρίν ἀπό τέσσερεις μῆνες νοίκιασα ἕνα περίπτερο, γιατί οἱ δουλειές τοῦ ἄνδρα μου δέν ξέραμε, ἄν θά πᾶνε καλά, εἶναι οἰκοδόμος καί αὐτή τήν ἐποχή ὑπάρχει φοβερή κρίσι. Ἀποφασίσαμε νά κάνουμε αὐτή τήν κίνησι χωρίς καλά-καλά νά τό σκεφτοῦμε. Εἶχα ἀγωνία, ἄν θά τά καταφέρω νά δουλέψω, ἔτσι ὥστε νά μπορῶ νά καλύψω τίς ἀνάγκες τῆς οἰκογένειάς μου. Τό περίπτερο βρίσκεται σ᾽ ἕνα σημεῖο ἀπό ὅπου περνοῦν πολλοί στρατιωτικοί, γιατί εἶναι ἀνάμεσα σέ στρατόπεδα. Βασίστηκα σ᾽ αὐτούς καί ἀνοίγω στίς 6 ἡ ὥρα τό πρωΐ γι᾽ αὐτό τό λόγο. Ὅμως, δέν σταματοῦσε σχεδόν κανείς, ὑπόψιν πώς περνοῦσαν πάνω ἀπό 100 αὐτοκίνητα τήν ἡμέρα. Τό κόκκινο βιβλίο [γιά τόν Ἅγιο Γέροντα π. Σίμωνα Ἀρβανίτη τῆς Μονῆς Ἀγ. Παντελεήμωνος στήν Πεντέλη Ἀττικῆς (+1988)] τό ἔχω στό περίπτερο καί, ὅταν βρίσκω χρόνο, τό διαβάζω.
Ἕνα πρωϊνό δέν ἦρθε οὔτε ἕνας. Παίρνω, λοιπόν, τό βιβλίο στά χέρια μου καί λέω “Ἄχ! Γέροντά μου πῶς θά γίνη νά τούς πιάσουμε αὐτούς τούς στρατιωτικούς;” καί ταυτόχρονα συλλογίζομαι “Δόξα τῷ Θεῷ καί χωρίς αὐτούς καλά εἴμαστε”. Αὐτό ἔγινε στίς 7 ἡ ὥρα τό πρωΐ.
Στίς 7:40, ἐνῶ διάβαζα τό βιβλίο, περνάει μπροστά ἀπ᾽ τό περίπτερο ἕνα τζίπ καί σέ λίγο κατεβαίνει ὁ ἕνας ἀπ᾽ τούς δύο, βγαίνει πρός τό δρόμο καί σάν τροχονόμος ἀρχίζει νά δίνη σῆμα σέ μιά φάλαγγα ἀπό στάγερ νά σταματήσουν ἐκεῖ μπροστά ὅπου ὑπάρχει μιά μεγάλη ἀλάνα. Ἐγώ δέν κατάλαβα τί ἔγινε. Ξαφνικά ἀκούω μιά φωνή νά λέη: “ἔχετε δέκα λεπτά νά ἀγοράσετε ὅ,τι θέλετε”.
Ἦταν γύρω στούς σαράντα φαντάρους, πού ἄρχισαν νά ἀγοράζουν, ὅτι ἔβρισκαν μπροστά τούς μέχρι γλυφιτζούρια ἔπαιρναν. Ὅταν ἔφυγαν ὅλοι, ἔμεινε τελευταῖος αὐτός ὁ στρατιωτικός πού εἶχε κάνει τόν τροχονόμο καί μοῦ λέει: “Εὐχαριστημένη πού σοῦ τούς ἔφερα;”. Ἐγώ σάστισα, μόνο εὐχαριστημένη λέω, χίλια εὐχαριστῶ, δόξα τῷ Θεῷ κανονικά θά ἔπρεπε νά σᾶς κεράσω. Ὅμως, δέν δέχτηκε. Δέν μποροῦσα νά τό πιστέψω. Ἐγώ αὐτόν τόν ἄνθρωπο τόν ἔβλεπα πρώτη φορά στή ζωή μου δέν τόν ἤξερα καί ἐκεῖνος μέ ρωτοῦσε ἄν ἤμουν εὐχαριστημένη πού μοῦ ἔφερε κόσμο σάν νά τοῦ τό εἶχα ζητήσει. Κατάλαβα πῶς ἦταν ὁ Ἅγιος π. Σίμωνας Ἀρβανίτης πού πῆρε τή μορφή τοῦ στρατιωτικοῦ».
(Ζωσιμᾶς Μοναχός, ἐκδ. Ἡ Μελέτη, Ἀθήνα).