Ο όσιος Σεραφείμ της Βίριτσα (κατά κόσμον Βασίλειος Μουραβιόβ του Νικολάου) γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου του 1866 (με το παλαιό ημερολόγιο) στο χωριό Παχρομέγεβο της περιοχής Ρίμπινσκ, νομού Γιαροσλάβλ. Οι γονείς του Νικόλαος και Χιονία ήταν αγρότες. Το παιδί βαπτίστηκε την 1 Απριλίου του 1866 στο ναό του Χριστού Σωτήρος του χωριού Σπάσσκογε , που βρισκόταν κοντά στο Βαχρομέγεβο. Στο βάπτισμα έλαβε το όνομα Βασίλειος…
Μετά τον Βασίλειο στην οικογένεια Μουραβιόβ γεννήθηκαν δύο κορίτσια – η Ελισάβετ το έτος 1871 και η Ευδοκία το έτος 1875. Και τα δύο τους όμως πέθαναν πολύ σύντομα, δεν έζησαν ούτε από ένα χρόνο. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1876 πέθανε από φυματίωση ο πατέρας του Βασιλείου και το παιδί έμεινε με την μητέρα του, που και αυτή ήταν άρρωστη. Ο Κύριος όμως δεν άφησε τους δούλους του· μεταξύ των γειτόνων βρέθηκε ένας καλός άνθρωπος που δούλευε ως βοηθός εμπόρου στην Αγία Πετρούπολη. Μαζί του ο Βασίλειος πήγε στην πρωτεύουσα όπου άρχισε να εργάζεται και αυτός σ’ ένα εμπορικό κατάστημα…
Από παιδί ο Βασίλειος ποθούσε πολύ να γίνει μοναχός. Μια μέρα αφού πήρε την άδεια από το αφεντικό του πήγε πρωί πρωί στην Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι με σκοπό να μιλήσει με τον ηγούμενο. Επειδή ήταν νωρίς ο ηγούμενος δεν τον δέχθηκε και οι μοναχοί του πρότειναν να πάει να μιλήσει με έναν γέροντα, μεγαλόσχημο μοναχό. Ο Βασίλειος γονάτισε μπροστά του και άρχισε να τον παρακαλά να τον πάρουν στο μοναστήρι για οποιαδήποτε δουλειά. Η απάντηση όμως του διορατικού αυτού γέροντα ήταν η εξής: να μείνει στον κόσμο, να κάνει οικογένεια, να θρέψει τα παιδιά του και μετά μαζί με τη σύζυγο να αφιερώσει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής στην μοναχική άσκηση. Ο ίδιος ο πατήρ Σεραφείμ μετά από πολλά χρόνια διηγήθηκε αυτή την ιστορία, χωρίς όμως να κάνει γνωστό το όνομα του γέροντα.
Πράος και ταπεινός που ήταν, ο Βασίλειος, δέχθηκε τα λόγια αυτά στην καρδιά του σαν να ήταν το θέλημα του Θεού και προσπαθούσε να εναρμονίσει την ζωή του στην κατεύθυνση που του έδωσε ο Κύριος μέσω του πιστού του δούλου.
Εργαζόμενος στο εμπορικό κατάστημα ο Βασίλειος έμαθε μόνος του τα γράμματα, φανερώνοντας μεγάλη ικανότητα για την μάθηση. Στα δεκαέξι του χρόνια ο ιδιοκτήτης του καταστήματος τον έκανε βοηθό του και στα δεκαεφτά πρώτο διαχειριστή του καταστήματος, που ήταν πρώτος αμέσως μετά τον καταστηματάρχη. Τότε ο μισθός του ανέβηκε μέχρι δώδεκα ρούβλια και όλα τα χρήματα ο Βασίλειος τα έστελνε στη μητέρα του.
Η μέλλουσα σύζυγος του Βασιλείου, η Όλγα Ναϊντένοβα του Ιωάννου, καταγόταν και αυτή από μία αγροτική οικογένεια. Γεννήθηκε το 1872 στο χωριό Κομπίλινο της ίδιας περιοχής Ρίμπινσκ…
Από παιδί η Όλγα ήθελε να γίνει μοναχή. Μία μέρα μαζί με τους συγγενείς της πήγε προσκύνημα στο γυναικείο μοναστήρι των Ιβήρων. Εκεί είχε συζήτηση με μία μεγαλόσχημη μοναχή Πελαγία, η οποία ήταν καθοριστική για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Η γερόντισσα της έδωσε ευλογία να μείνει στον κόσμο, να παντρευτεί έναν ευσεβή άνθρωπο και μετά από πολλά χρόνια οικογενειακής ζωής και κατόπιν κοινής συμφωνίας να λάβει το μοναχικό σχήμα.
Η Όλγα δέχθηκε με απόλυτη εμπιστοσύνη την προφητική αυτή ευλογία και το 1890 παντρεύτηκε τον Βασίλειο Μουραβιόβ που ήταν τότε είκοσι τεσσάρων χρονών. Μετά το γάμο ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, όπου δούλευε ο Βασίλειος, του έδωσε ένα αρκετά μεγάλο ποσό για να μπορέσει ο αγαπητός πιστός του διαχειριστής να ανοίξει δική του επιχείρηση.
Ο Βασίλειος ασχολήθηκε με το εμπόριο γουναρικών. Η επιχείρηση προχωρούσε πολύ καλά έτσι ώστε το όνομά του έγινε γνωστό όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στην Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο Βασίλειος έγινε εκατομμυριούχος αλλά ποτέ δεν ξεχνούσε την ευλογία του γέροντα της Λαύρας του αγίου Αλεξάνδρου· προσπαθούσε πάντα να κάνει καλό και να βοηθά τους φτωχούς και ανήμπορους ανθρώπους. Το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του, το έδινε στα μοναστήρια, τις εκκλησίες και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Το 1897 ο Βασίλειος Νικολάγεβιτς τελείωσε την Ανώτατη Εμπορική Σχολή στην Αγία Πετρούπολη. Τότε στην οικογένεια Μουραβιόβ γεννήθηκαν δύο παιδιά, ένα αγόρι που το ονόμασαν Νικόλαο και μετά ένα κορίτσι, που βαπτίστηκε με το όνομα Όλγα. Η μικρή Όλγα έζησε μόνο ένα χρόνο. Μετά το θάνατό της οι σύζυγοι με κοινή συμφωνία ζούσαν σαν αδέλφια. Το 1903 ο Βασίλειος με την γυναίκα του πήγαν στο Σαρόβ για να συμμετάσχουν στον πανηγυρικό εορτασμό της ανακήρυξης, ως αγίου, του οσίου Σεραφείμ. Από κει έφεραν μερικές εικόνες του νέου αγίου, μία από τις όποιες βρισκόταν στο κελί του γέροντα μέχρι το θάνατο του.
Ο πνευματικός πατέρας της οικογένειας Μουραβιόβ ήταν ο πολύ γνωστός τότε γέροντας ιερομόναχος Βαρνάβας Μερκούλοβ, ο οποίος, πιθανώς, και έδωσε την ευλογία για να γίνουν μερικές ριζικές αλλαγές στη ζωή του Βασιλείου· ο Κύριος καλούσε τον εκλεκτό του σε ένα καινούριο στάδιο.
Ο Βασίλειος πολλές φορές πήγε στο εξωτερικό για εμπορικές υποθέσεις. Το τελευταίο του ταξίδι ήταν αρκετά μακρύ. Λένε ότι επισκέφτηκε τότε και το Άγιον Όρος. Πιθανώς τότε πήρε και την απόφαση να αφιερώσει ολοκληρωτικά τον εαυτό του στον Θεό και στην διακονία του πλησίον. Για να πάρει όμως την τελική απόφαση τον βοήθησε ένα περιστατικό που δεν έγινε, όμως, άνευ θείας προνοίας.
Όταν ο Βασίλειος γύρισε από το εξωτερικό, στο σιδηροδρομικό σταθμό της Πετρούπολης τον περίμενε η δική του άμαξα για να τον πάει στο σπίτι. Ενώ προχωρούσαν στους δρόμους της πόλης, σ’ έναν απ’ αυτούς είδε ο Βασίλειος έναν φτωχό αγρότη με ρούχο σχισμένο να κάθεται κάτω στο πεζοδρόμιο και να φωνάζει συνεχώς:
—Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός!
Ο Βασίλειος αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει μ’ αυτό τον άνθρωπο. Σταμάτησε την άμαξα και κάλεσε, προς δυσαρέσκεια του αμαξά, τον αγρότη ν’ ανεβεί. Στην ερώτησή του, τι του συνέβη, ο αγρότης του διηγήθηκε την εξής ιστορία. Άφησε στο χωριό του την γυναίκα του με επτά παιδάκια και τον πατέρα του που όλοι τους ήταν άρρωστοι, είχαν τύφο. Οι γείτονές τους επειδή φοβούνταν να μην τους κολλήσει η ασθένεια δεν έμπαιναν μέσα στο σπίτι για να τους βοηθήσουν. Μια μέρα ο πατέρας του είπε:
-Από όλους μας μόνο εσύ δεν είσαι άρρωστος. Κάνε, λοιπόν, το εξής: πάρε το άλογο που έχουμε και πήγαινε στην πόλη για να το πουλήσεις. Τώρα είναι άνοιξη και κάποιος θα το πάρει. Για τα χρήματα που θα κερδίσεις πάρε μία αγελάδα. Ίσως έτσι θα επιβιώσουμε.
Πήρε, λοιπόν, αυτός το άλογο και πήγε στην πόλη. Το πούλησε αλλά τα λεφτά του τα πήραν. Δεν μπόρεσε ο καημένος να προβάλλει καμία αντίσταση στους κακοποιούς, τόσο αδύνατο τον έκανε η πείνα. Βαθιά απελπισμένος κάθισε κάτω στο πεζοδρόμιο και ξέσπασε σε κλάματα. Πώς θα μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι του με άδεια χέρια; Αποφάσισε να πεθάνει εκεί που ήταν. Έτσι καθισμένος στο πεζοδρόμιο, περιμένοντας να έλθει ο θάνατος έλεγε στον εαυτό του:
– Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός!
Ο Βασίλειος, όταν τελείωσε ο αγρότης την ιστορία του, πήγε μαζί του στην αγορά και πήρε εκεί δύο άλογα, κάρρο και μία αγελάδα. Το κάρρο το γέμισε έως πάνω με διάφορα τρόφιμα και από πίσω έδεσε την αγελάδα. Όταν όλα ήταν έτοιμα έδωσε τα χαλινάρια στα χέρια του αγρότη και του είπε ότι όλα αυτά είναι δικά του. Εκείνος δεν μπόρεσε να πιστέψει στα μάτια του και δεν ήθελε να δεχτεί το δώρο. Η απάντηση του Βασιλείου ήταν:
– Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός!
Όταν ο Βασίλειος έφτασε τελικά στο σπίτι του κάλεσε τον κουρέα. Εκείνος όταν ήλθε τον παρακάλεσε να καθήσει στην πολυθρόνα για να μπορέσει ν’ αρχίσει τη δουλειά του. Ο Βασίλειος όμως ήταν πολύ αναστατωμένος από μέσα του, περπατούσε συνέχεια μέσα στο δωμάτιο ενώ τα χείλη του έλεγαν:
– Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός!
Ο κουρέας ξανά τον παρακάλεσε να καθήσει. Ο Βασίλειος δεν τον άκουγε αλλά έλεγε ξανά και ξανά:
– Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός!
Ξαφνικά ο κουρέας έπεσε μπροστά του στα γόνατα:
-Πώς το έμαθες αφεντικό; Στη συνέχεια του εξομολογήθηκε ότι είχε στο νου του να τον σκοτώσει και να ληστέψει το σπίτι του. Ο Βασίλειος τον συγχώρησε και τον άφησε να φύγει, του είπε, όμως, ότι δεν θέλει να τον ξαναδεί.
Μετά απ’ αυτό το περιστατικό μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Έκανε πλούσιες δωρεές στην Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι, στο γυναικείο μοναστήρι της Αναστάσεως του Κυρίου στην Αγία Πετρούπολη και στο γυναικείο μοναστήρι της Παναγίας των Ιβήρων. Επίσης έδωσε γενναία ποσά στους συνεργάτες του στο εμπόριο. Γι’ αυτή την περίοδο της ζωής του υπάρχει μία διήγηση του ίδιου του πατρός Σεραφείμ.
Μια μέρα στο σπίτι του μπήκε ληστής, ο οποίος πήρε ότι το πιο πολύτιμο υπήρχε και τα έβαλε μέσα σ’ ένα σάκο. Καθώς έβγαινε από το σπίτι ο σάκος άνοιξε και όλο το περιεχόμενο του έπεσε κάτω στο δρόμο. Ο ληστής άρχισε βιαστικά να μαζεύει τα πράγματα. Εκείνη την ώρα γύρισε ο Βασίλειος. Πλησίασε τον κακούργο και άρχισε να τον βοηθά. Όταν μάζεψαν όλα ο Βασίλειος του έδωσε το σάκο και τον άφησε να φύγει. Αργότερα έλεγε ότι η αμαρτία αυτού του ανθρώπου ακυρώθηκε, επειδή δεν τα έκλεψε αλλά του τα έκαναν δώρο.
Ο πατήρ Σεραφείμ συχνά έλεγε στα πνευματικά του παιδιά:
– Έχασες κάτι, μην λυπάσαι. Βρήκες, μην χαίρεσαι υπερβολικά αλλά πάντα να ευχαριστείς τον Θεό…
Το Σεπτέμβριο του 1920 ο Βασίλειος Μουραβιόβ έγινε δόκιμος στην Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι. Και στις 16 (29) Οκτωβρίου του ιδίου έτους έγινε μοναχός με το όνομα Βαρνάβας. Την ίδια χρονιά στην γυναικεία μονή της Παναγίας των Ιβήρων της Αγίας Πετρούπολης έγινε μοναχή και η γυναίκα του, λαμβάνοντας στην κουρά το όνομα Χριστίνα.
Μετά από λίγο ο πατήρ Βαρνάβας χειροτονήθηκε διάκονος και στις 29 Αυγούστου του 1921, την ημέρα της Αποτομής της τιμίας κεφαλής του τιμίου Προδρόμου, ο μητροπολίτης Βενιαμίν Καζάνσκι τον χειροτόνησε πρεσβύτερο…
Το 1927 ο πατήρ Βαρνάβας ενδύθηκε το μεγάλο σχήμα και μετονομάστηκε Σεραφείμ, προς τιμήν του αγίου Σεραφείμ του Σαρόβ. Τότε έγινε και πνευματικός της Λαύρας. Πρέπει να σημειωθεί ότι πριν λάβει το μεγάλο σχήμα ο πατήρ Βαρνάβας έκανε πολύ αυστηρή νηστεία και κατά τη διάρκεια των 40 ήμερών δεν έτρωγε τίποτα.
Πριν γίνει ακόμα μοναχός, ο Βασίλειος, είδε μια φορά ένα όνειρο που αργότερα το διηγήθηκε στον πνευματικό του πατέρα, μοναχό της σκήτης της Γεθσημανής, Βαρνάβα. Του είπε, λοιπόν, το εξής: «Είδα στο όνειρό μου πως πηγαίνω στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου για προσκύνημα. Έχασα το δρόμο και περιπλανιόμουν στο δάσος. Ξαφνικά βλέπω να περπατά μπροστά μου ένας γέρος με σάκο στην πλάτη και ένα τσεκούρι στο χέρι. Τον ρώτησα πώς να πάω στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου. Εκείνος μου απάντησε: -Έλα, πάμε μαζί, και εγώ εκεί πηγαίνω. Αφού κοίταξα προσεκτικά τον συνοδοιπόρο μου, κατάλαβα πως ήταν ο άγιος Σεραφείμ του Σαρόβ και τον ρώτησα:
-Παππούλη, μήπως είστε ο πατήρ Σεραφείμ; -Ναι, εγώ είμαι Σεραφείμ, – μου απάντησε εκείνος και συνεχίσαμε το δρόμο μας μέσα στο δάσος σιωπηλοί. Ο πατήρ Σεραφείμ βρήκε ένα κούτσουρο και κάθισε, αφήνοντας κάτω το σάκο και το τσεκούρι του. Κάθισα και εγώ δίπλα του. Ξαφνικά βλέπω να έρχεται προς το μέρος μας ο πατήρ Βαρνάβας. Όταν μας πλησίασε κάθισε δίπλα μου έτσι ώστε εγώ βρέθηκα μεταξύ αυτού και του πατρός Σεραφείμ. Οι δύο γέροντες με πολύ χαρά χαιρέτησαν ο ένας τον άλλον και μετά άρχισαν συζήτηση. Αλλά εγώ δεν άκουσα τίποτα απ’ αυτά που έλεγαν και μετά ξύπνησα». Ο πατήρ Βαρνάβας όταν άκουσε αυτή την ιστορία γέλασε και είπε: -Ήσουν μεταξύ μας και δεν άκουσες τι είπαμε! Το όραμα αυτό δείχνει ότι δεν ήταν τυχαίο το γεγονός πως στην μοναχική κουρά ο Βασίλειος έλαβε το όνομα Βαρνάβας και στο μεγάλο σχήμα ονομάστηκε Σεραφείμ. Ο ίδιος ο πατήρ Σεραφείμ έλεγε πολλές φορές ότι πάντα αισθάνεται την παρουσία του προστάτη του, του οσίου Σεραφείμ του Σαρόβ, το παράδειγμα του οποίου ακολουθούσε πιστά στη ζωή του, όπως θα καταλάβουμε από την παρακάτω διήγηση…
Ο διορατικός γέροντας της Λαύρας του αγίου Αλεξάνδρου έγινε γρήγορα γνωστός μεταξύ των χριστιανών της Πετρούπολης. Ο πατήρ Σεραφείμ συνήθως λειτουργούσε στο παρεκκλήσι της αγίας σκέπης του καθολικού ναού της Λαύρας και κάθε μέρα εξομολογούσε τον κόσμο. Πάντα τον περίμεναν οι άνθρωποι που ήθελαν να συζητήσουν μαζί του. Δεχόταν τους επισκέπτες και μέσα στο κελί του. Όταν οι επισκέπτες ήταν πολλοί, ή όταν ο πατήρ Σεραφείμ ήταν άρρωστος οι άνθρωποι, έγραφαν τα προβλήματά τους σε χαρτιά και τα στέλνανε στον Γέροντα μέσω βοηθών του και πάντα λαμβάνανε τις απαντήσεις του. Μία γυναίκα που επισκεπτόταν συχνά τον Γέροντα έλεγε ότι πολλές φορές, όταν ερχόταν να δει τον Γέροντα, δεν μπορούσε να τον πλησιάσει εξαιτίας του κόσμου που τον περίμενε αλλά ο Γέροντας πάντα μόνος του την φώναζε χωρίς να την βλέπει.
Το 1927 τον πατέρα Σεραφείμ επισκέφτηκε ο αρχιεπίσκοπος Αλέξιος Σιμάνσκι για να ζητήσει την συμβουλή του. Οι φίλοι του τού πρότειναν να φύγει στο εξωτερικό και ήταν έτοιμοι να τον βοηθήσουν για να σώσουν τον αρχιεπίσκοπο από την σίγουρη φυλάκιση και ίσως και από την εκτέλεση. Πριν να πει ακόμα ο αρχιεπίσκοπος Αλέξιος στον γέροντα την απορία του ο πατήρ Σεραφείμ του είπε:
-Πολλοί σήμερα θα ήθελαν να φύγουν στο εξωτερικό. Αλλά την Ρωσία σε ποιόν θα την αφήσουν; Μη φοβάστε τίποτα, Σεβασμιότατε, η Ρωσία σας χρειάζεται. Θα γίνετε πατριάρχης και 25 χρόνια θα είστε επικεφαλής της Εκκλησίας. Μετά τον πατριάρχη Τύχωνα πολλά χρόνια δεν θα έχουμε πατριάρχη. Ο μητροπολίτης Σέργιος ούτε ένα χρόνο δεν θα είναι πατριάρχης και μετά απ’ αυτόν πατριάρχης θα είστε εσείς. Θα γίνει πόλεμος, φοβερός πόλεμος, παγκόσμιος. Αυτός ο πόλεμος θα κάνει τον λαό μας να επιστρέψει στον Θεό. Και οι ίδιοι άνθρωποι που έχουν τώρα στα χέρια τους την εξουσία και κλείνουν τις εκκλησίες θα τις ανοίγουν τότε.
Πάρα πολύς κόσμος ερχόταν στον πατέρα Σεραφείμ για εξομολόγηση. Κάθε μέρα ώρες ολόκληρες ο πατήρ Σεραφείμ εξομολογούσε τον λαό. Απ’ αυτή την εξομολόγηση άρχισαν να πονάνε τα πόδια του. Μια φορά εξομολογούσε τους ανθρώπους δύο μέρες και δύο νύχτες συνεχόμενες. Παρηγοριά μεγάλη για τους πιστούς χριστιανούς ήταν σ’ εκείνα τα χρόνια η Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου και ο Γέροντάς της…
Λένε ότι στα τέλη της δεκαετίας του ’20 επισκέπτηκε τον Γέροντα μία δαιμονισμένη γυναίκα. Ο πατήρ Σεραφείμ πήρε λίγο λάδι από το καντήλι που έκαιγε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και την επίχρισε μ’ αυτό. Και αμέσως ο δαίμονας άφησε την γυναίκα.
Τα πνευματικά χαρίσματα του Γέροντα και το χάρισμα του να παρηγορεί τους ανθρώπους, τον έκαναν γνωστό και πέρα από την πόλη του αγίου Πέτρου. Άνθρωποι από όλα τα μέρη της Ρωσίας έρχονταν στην Λαύρα για να πάρουν την ευλογία του, να παρηγορηθούν και να τον συμβουλευτούν. Ο ίδιος ο πατήρ Σεραφείμ έλεγε το εξής για τον εαυτό του:
-Είμαι η αποθήκη όπου μαζεύονται οι θλίψεις των ανθρώπων.
Τα χρόνια ήταν δύσκολα, και για την Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου ήλθε η εβδομάδα των Παθών. Μέσα σε μία νύχτα όλοι σχεδόν οι μοναχοί της Λαύρας συνελήφθησαν. Άλλοι εξορίστηκαν, άλλοι κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Πολλοί είχαν μαρτυρικό τέλος. Οι περισσότεροι μοναχοί της Λαύρας στάλθηκαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Σολοβκί.
Το 1933 ο πατήρ Σεραφείμ πήγε στην μικρή πόλη Βίριτσα και εκεί έμεινε. Λένε ότι για να πάει στην Βίριτσα τον βοήθησε ένας στρατιωτικός, πνευματικό του παιδί. Οι γιατροί βρήκαν στον πατέρα Σεραφείμ πολλές ασθένειες και φαινόταν ότι σήμερα – αύριο ο Γέροντας θα πεθάνει. Γι’ αυτό οι αρχές τον άφησαν ελεύθερο και του επέτρεψαν να μένει στην Βίριτσα.
Εδώ στην Βίριτσα φανερώθηκαν πλήρως όλα τα πνευματικά χαρίσματα του Γέροντα: η διορατικότητά του, η χάρη της προσευχής και της θαυματουργίας… Λένε ότι πολλά χρόνια πριν αρχίσει ο δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος ο Γέροντας έλεγε σ’ ένα πνευματικό του παιδί που λεγόταν Ευδοκία:
-Να χτίσετε εδώ το σπίτι σας, γιατί μπορεί να γίνει πόλεμος και θα έχουμε πείνα.
Τον άκουσαν και χτίσανε το σπίτι τους στη Βίριτσα. Είναι μόνο ένα παράδειγμα που δείχνει το προφητικό χάρισμα του Γέροντα.
Ο πατήρ Σεραφείμ γνώριζε την πνευματική κατάσταση και τις ανάγκες των πνευματικών του παιδιών και αν ακόμα αυτά βρίσκονταν πολύ μακριά. Προσευχόταν για όλους, σ’ αυτούς, όμως, που η κατάστασή τους ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, έστελνε πρόσφορο ή κάποιο άλλο δώρο και τους καλούσε να έλθουν στην Βίριτσα.
Μια φορά ο πατήρ Σεραφείμ είπε στο πνευματικό του παιδί Ευδοκία:
-Πάρε την διεύθυνση, σ’ αυτή την διεύθυνση μένει μία δούλη του Θεού Άννα, έχει θλίψεις πάνω από το κεφάλι, πες της να έλθει σε μένα.
Η Ευδοκία βρήκε την Άννα, όπως της είπε ο Γέροντας. Πραγματικά είχε πολλές θλίψεις. Είχε προβλήματα με τον άνδρα της, τα παιδιά της όλα ήταν άρρωστα και η ίδια ήταν βυθισμένη σε απελπισία. Η Άννα δεν ήξερε ότι ο πατήρ Σεραφείμ μένει στη Βίριτσα. Πριν κλείσει η Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου η Άννα επισκεπτόταν τακτικά τον Γέροντα και λυπήθηκε πάρα πολύ όταν τον έχασε. Την δύσκολη στιγμή της ζωής ο Γέροντας μόνος του την βρήκε, την κάλεσε κοντά του, την παρηγόρησε και την βοήθησε να λύσει τα προβλήματά της.
Ένα άλλο παράδειγμα. Ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα, που λεγόταν Θεοδοσία, πριν γίνει η επανάσταση του 1917 ήταν πλούσια και βοηθούσε την Λαύρα του αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι. Μετά η Λαύρα έκλεισε και οι μοναχοί της εξορίστηκαν. Συνελήφθη και η Θεοδοσία και στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
Βγήκε από την φυλακή τελείως άρρωστη, δεν μπόρεσε να βρει δουλειά για να βγάλει το ψωμί της και ούτε είχε σπίτι πού να μένει. Έτσι βαθιά απελπισμένη νόμιζε ότι έφτασε η τελευταία της ώρα. Τότε ήλθε σ’ αυτήν μία απεσταλμένη του Γέροντα και της είπε:
-Ο γέροντας σε καλεί στη Βίριτσα.
Τι έγινε μετά, λέει η ίδια η Θεοδοσία. «Δεν πίστεψα στα λόγια της και της είπα: «Αν είναι ο Γέροντάς μου ας με γιατρέψει πρώτα και τότε θα πάω σ’ αυτόν!»
Η απεσταλμένη, βλέποντας τέτοια θρασύτητα, έφυγε. Το πρωί αισθάνθηκα πολύ καλύτερα, η ασθένεια εξαφανίστηκε, ήμουν γεμάτη ζωντάνια και δύναμη. Αποφάσισα να πάω στην Βίριτσα, αν και δεν πίστευα απολύτως στα λόγια της απεσταλμένης. Όταν έφτασα στην Βίριτσα και είδα τον Γέροντα, με χαιρέτησε με τα λόγια του Ευαγγελίου’ «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιω. 20, 29). Με δάκρυα χαράς στα μάτια, έπεσα στα πόδια του πνευματικού μου πατέρα, που ποτέ δεν ξεχνάει τα παιδιά του και τα ενδυναμώνει στην πίστη.
Μια φορά επισκέπτηκε τον Γέροντα μία γυναίκα με την κόρη της που είχε παράλυτο το αριστερό χέρι. Η γυναίκα αυτή είχε ακούσει για τον Γέροντα ότι κάνει θαύματα και έφερε σ’ αυτόν την κόρη της, με την ελπίδα, ότι θα την γιατρέψει. Όταν μπήκαν μέσα στο κελί του πατέρα Σεραφείμ και τον πλησίασαν για να πάρουν την ευλογία του, ο Γέροντας σηκώθηκε από την πολυθρόνα, όπου καθόταν, για να τους χαιρετήσει και ακούμπησε στον αριστερό ώμο του κοριτσιού. Εκείνη την στιγμή το ξερό χέρι έγινε γερό όπως και το άλλο…
Ο Κύριος αποκάλυπτε στον πατέρα Σεραφείμ την ήμερα του θανάτου κάποιων ανθρώπων. Και σε μερικούς απ’ αυτούς ο Γέροντας έστελνε την αδελφή Σεραφείμα, η οποία ήταν βοηθός του, για να τους προειδοποιήσει να προετοιμαστούν καλύτερα για την στιγμή εκείνη, που θα περάσουν στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό οι γνωστοί έλεγαν την αδελφή Σεραφείμα, «άγγελο του θανάτου».
Μια φορά ένας από τους επισκέπτες είπε στον πατέρα Σεραφείμ:
-Παππούλη, πόσες ασθένειες και θλίψεις υποφέρατε για μας. Ο Θεός να σάς βοηθήσει!
-Και εσένα να σε βοηθήσει ο Θεός, – του απάντησε ο γέροντας, προβλέποντας το μέλλον του.
Πραγματικά αργότερα ο άνθρωπος αυτός συνελήφθη και κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, όπου υπέφερε πολλά. Και εκεί πολλές φορές του έρχονταν στη μνήμη τα προφητικά αυτά λόγια του πατρός Σεραφείμ.
Πολλά πνευματικά παιδιά του Γέροντα, ιδιαίτερα αυτοί που ήταν ιερωμένοι, βρέθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, σε φυλακές και εξορίες. Ο Γέροντας πάντα, με πρώτη ευκαιρία, άρχιζε αλληλογραφία μ’ αυτούς τους ανθρώπους, τους έστελνε τρόφιμα και χρήματα.
Πάρα πολλοί άνθρωποι επισκέπτονταν τον Γέροντα στην Βίριτσα για να βρουν βοήθεια και παρηγοριά και αυτό δεν μπόρεσε να μείνει κρυφό από τις αρχές. Πολλές φορές έψαχναν το κελί του. Συνήθως έρχονταν την νύχτα αλλά μια φορά ήλθαν το μεσημέρι. Τρεις άνθρωποι μπήκαν στο σπίτι και ήθελαν να πάρουν τον πατέρα Σεραφείμ. Αλλά η εγγονή του γέροντα Μαργαρίτα στάθηκε στην πόρτα και είπε στους επισκέπτες:
-Πρώτα εμένα πρέπει να σκοτώσετε και μόνο τότε θα μπορέσετε να πάρετε τον παππούλη. Είναι πολύ άρρωστος και πολύ αδύνατος. Δεν μπορεί να πάει πουθενά. Δεν θα αντέξει.
Τότε ένας απ’ αυτούς, εκείνος που ήταν επικεφαλής της ομάδας διέταξε να φωνάξουν τον γιατρό. Εκείνος, όταν ήλθε, επιβεβαίωσε ότι στην κατάσταση όπου βρισκόταν ο Γέροντας και με τις ασθένειες που είχε δεν ήταν δυνατόν να τον πάνε πουθενά. Έτσι ο Κύριος έσωσε πάλι τον δούλο του. Εκείνη την εποχή πολύ συχνά επισκέπτονταν τον Γέροντα οι πράκτορες του NKVD (Λαϊκό Κομιτάτο Εσωτερικών Υποθέσεων), αναζητώντας τους κρυμμένους θησαυρούς της Λαύρας.
Μια φορά τον επισκέπτηκαν ξανά οι πράκτορες του NKVD. Ο Γέροντας τότε ήταν άρρωστος, καρφωμένος στο κρεβάτι του πόνου. Φώναξε κοντά του έναν από τους επισκέπτες, τον κοίταξε με πολύ αγάπη και στοργή στα μάτια, προσευχόμενος μέσα στην καρδιά του γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Μετά πήρε το χέρι του, το χάιδεψε και έβαλε το δικό του δεξιό χέρι πάνω στο κεφάλι εκείνου του ανθρώπου, λέγοντας:
-Να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σου, δούλε του Θεού, – και είπε το όνομά του.
Η δύναμη της αγάπης νίκησε. Η καρδιά του αδυσώπητου πράκτορα μαλάκωσε και το βλέμμα του έγινε πιο φιλικό. Η συζήτηση συνέχισε σαν να ήταν ο Γέροντας και ο πράκτορας του NKYD παλαιοί και στενοί φίλοι. Και οι άλλοι που ήλθαν μαζί του να ψάξουν το σπίτι έβλεπαν πλέον τον Γέροντα πιο φιλικά.
Παρά το ότι ήταν πολύ αδύναμος και είχε πολλές ασθένειες ο πατήρ Σεραφείμ την νύχτα προσευχόταν και την ημέρα χιλιάδες άνθρωποι έφερναν σ’ αυτόν τις θλίψεις, τον πόνο και τα προβλήματά τους. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ήταν πέλαγος τα θαύματα που έγιναν με την προσευχή του Γέροντα και ιδιαίτερα την εποχή του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.
Λίγες μέρες πριν αρχίσει ο πόλεμος μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γερμανίας ο Γέροντας είπε σε μία γυναίκα, πνευματικό του παιδί:
-Την Παρασκευή να έλθεις οπωσδήποτε, γιατί την Κυριακή θ’ αρχίσει πόλεμος, και δεν θα ειδωθούμε πολύ καιρό.
Την Παρασκευή εκείνη δεν ήλθε και την Κυριακή, στις 22 Ιουνίου του 1941 άρχισε ο πόλεμος.
Στην αρχή του πολέμου πολλοί κάτοικοι της Βίριτσα επισκέπτονταν τον Γέροντα και τον ρωτούσαν αν πρέπει ν’ αφήσουν τα σπίτια τους και να φύγουν για να σωθούν από τους Γερμανούς ή να μείνουν στην Βίριτσα. Και ο Γέροντας τους απαντούσε με σιγουριά:
– Η Βίριτσα θα σωθεί, ούτε ένα σπίτι δεν θα καεί και ούτε ένας άνθρωπος δεν θα σκοτωθεί εδώ.
Έτσι ακριβώς και έγινε. Το Σεπτέμβριο του 1941 οι Γερμανοί μπήκαν στην Βίριτσα αλλά δεν έκαναν λεηλασίες και δεν σκότωσαν ούτε έναν κάτοικο της πόλης…
Οι Γερμανοί στρατιώτες όταν έμαθαν για τον πατέρα Σεραφείμ, για το προφητικό του χάρισμα, άρχισαν να τον επισκέπτονται και να τον ρωτάνε ποιο θα είναι το τέλος του πολέμου, θα νικήσει ή όχι ο Χίτλερ. Ο Γέροντας με ειλικρίνεια απαντούσε ότι δεν θα μπορέσει ο Χίτλερ να νικήσει την Ρωσία
-Ποτέ δεν θα πάρετε το Λένινγκραντ. Είμαστε ορθόδοξος λαός, η πίστη τώρα διώκεται αλλά σε λίγο θα έλθει η ελευθερία.
Σ’ έναν από τους αξιωματικούς ο πατήρ Σεραφείμ είπε:
– Θα φτάσεις μέχρι την Πολωνία και εκεί θα βρεις το τέλος σου. Δεν θα γυρίσεις στο σπίτι.
Αργότερα, την δεκαετία του ’70 ήλθε στην Βίριτσα ένας Ρουμάνος που τον καιρό του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου υπηρετούσε στο γερμανικό στρατό μαζί μ’ εκείνον τον αξιωματικό και είπε ότι έγινε ακριβώς έτσι όπως έλεγε ο πατήρ Σεραφείμ. Ο αξιωματικός εκείνος σκοτώθηκε κοντά στη Βαρσοβία.
Ο πατήρ Σεραφείμ έλεγε προφητικά ότι στο μέρος εκείνο στην Βίριτσα, όπου βρισκόταν η εκκλησία της Παναγίας του Καζάν, δεν θα χυθεί αίμα. Πραγματικά το 1944, όταν 3 χιλιόμετρα έξω από την Βίριτσα γίνονταν σκληρές μάχες, στην περιοχή γύρω από το ναό ούτε ένα σπίτι δεν καταστράφηκε.
Ο Γέροντας πάντα έλεγε, ότι οι Γερμανοί θα φύγουν.
-Είναι επισκέπτες και οι επισκέπτες δεν κάθονται πολύ, φεύγουν.
Κάποιος μετέδωσε αυτά τα λόγια στον στρατιωτικό διοικητή της πόλης και εκείνος έστειλε στο σπίτι του Γέροντα στρατιώτες για να τον σκοτώσουν. Μόλις μπήκαν στο κελί του, ο Γέροντας είπε:
-Να, ήλθαν οι φονιάδες! Ποιον θέλετε να σκοτώσετε; Βλέπετε τον σταυρό και πάνω του τον Σωτήρα. Τον Χριστό θα πυροβολήσετε; Και λέγεστε χριστιανοί;
Τα είπε αυτά στα γερμανικά επειδή ήξερε την γερμανική γλώσσα, γιατί, όπως είπαμε, ταξίδευε παλιά στη Γερμανία για εμπορικές υποθέσεις. Και μετά πρόσθεσε, λέγοντας στον καθένα από τους στρατιώτες:
-Zwei Kinder, drei Kinder (δηλαδή ο ένας έχει δύο παιδιά, ο άλλος τρία). Και τελειώνοντας είπε:
-Πέστε στον διοικητή ό,τι έσπειρες στη Ρωσία θα το θερίσεις στο σπίτι σου.
Οι αυτόπτες μάρτυρες αυτής της συζήτησης λένε ότι ο Γέροντας είπε προφητικά κάτι που αφορούσε προσωπικά τον διοικητή, γι’ αυτό εκείνος δεν τόλμησε να κάνει κακό στον Γέροντα.
Τον καιρό του πολέμου ο πατήρ Σεραφείμ εκτός από την αυστηρή νηστεία και την προσευχή, για να σωθεί ο λαός της Ρωσίας από αφανισμό, προσευχόταν χίλιες νύχτες πάνω σε μία πέτρα μπροστά στην εικόνα του αγίου Σεραφείμ του Σαρόβ, μιμούμενος σ’ αυτό τον προστάτη του τον άγιο Σεραφείμ.
Ο γέροντας το 1942 έγραψε ένα μικρό ποίημα γι’ αυτή την προσευχή του:
Στην χαρά και την θλίψη μοναχός, αδύνατος γέροντας
Στον κήπο κατεβαίνει και στην ηρεμία της νύχτας γονατίζει μπροστά στην αγία εικόνα
Και ικετεύει τον Θεό για τον κόσμο όλο, για τον κάθε άνθρωπο
Και στον Άγιο προσεύχεται για την πατρίδα του:
Πρέσβευε στην Βασίλισσα του κόσμου, μεγάλε Σεραφείμ,
Αυτή είναι η δεξιά του Χριστού και η βοήθεια των πονεμένων,
Η προστασία των αδυνάτων και η περιβολή των γυμνών,
Θα σώσει στις μεγάλες θλίψεις τους δούλους της…
Στις αμαρτίες μας χανόμαστε, γιατί έχουμε αφήσει τον Θεό
Είναι ύβρις κατά του Θεού όλα τα έργα μας.
Τα πνευματικά παιδιά και οι συγγενείς του Γέροντα λένε ότι ο πατήρ Σεραφείμ όλες τις νύχτες προσευχόταν. Την ημέρα μαζεύονταν πολλά χαρτιά με ονόματα για μνημόνευση υπέρ υγείας και υπέρ αναπαύσεως που τα φέρνανε οι επισκέπτες. Την νύχτα ο Γέροντας τα διάβαζε όλα και το πρωί τα πηγαίνανε στην εκκλησία της Παναγίας του Καζάν, όπου στέλνανε και περισσότερα χρήματα και δώρα που φέρνανε στον Γέροντα οι επισκέπτες…
Τον καιρό του πολέμου μία γυναίκα επισκέφτηκε τον Γέροντα με την κόρη της για να πάρει ευλογία να φύγει από την Βίριτσα και να πάει σ’ ένα μέρος πιο ασφαλές. Ο Γέροντας αγκάλιασε το κορίτσι και έμενε πολλή ώρα προσευχόμενος, κρατώντας στα χέρια του το κεφάλι του κοριτσιού και μετά είπε:
-Σωθήκατε.
Και τους έδωσε ευλογία να φύγουν. Ταξίδευαν με τρένο. Στο δρόμο τα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν ένα σιδηροδρομικό σταθμό και όλα τα τρένα, τα οποία περίμεναν τότε στο σταθμό με τους επιβάτες τους καταστράφηκαν. Το δικό τους όμως τρένο είχε καθυστέρηση στο δρόμο και άργησε να φτάσει σ’ εκείνο το σταθμό, πράγμα που τους έσωσε τη ζωή.
Όταν τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Βίριτσα μία γυναίκα με τα μάτια γεμάτα δάκρυα ήλθε στο σπίτι του πατέρα Σεραφείμ:
-Παππούλη, οι Γερμανοί ήλθαν στο σπίτι μας και μας είπαν να φύγουμε.
-Κάθισε ήσυχα, μαζί θα είμαστε, δεν θα πάμε πουθενά.
Μετά από λίγο οι Γερμανοί ήλθαν ξανά και τους είπαν πάλι να φύγουν, τώρα με απειλές. Τι να κάνουν; Άρχισαν να μαζεύουν τα πράγματά τους. Αλλά ο Γέροντας τους είπε ξανά:
-Μην φύγετε.
Οι Γερμανοί δεν ξαναήλθαν στο σπίτι τους.
Όταν η περιοχή της Βίριτσα βρισκόταν υπό κατοχή μία γυναίκα έμεινε έγκυος και ήθελε να κάνει την έκτρωση. Στον άνδρα της δεν είπε τίποτα και περίμενε την κατάλληλη στιγμή να κάνει αυτό που είχε αποφασίσει. Επισκέφτηκε μια φορά τον πατέρα Σεραφείμ και εκείνος της είπε:
-Φαντάσου τι γίνεται σήμερα. Κάποιες μητέρες, που ομοιάζουν στην απανθρωπιά και την σκληρότητά τους τον Ηρώδη, σφάζουν τα δικά τους αθώα παιδιά.
Κατάλαβε η γυναίκα ότι ο Γέροντας τα ξέρει όλα, γονάτισε μπροστά του με δάκρυα στα μάτια και ομολόγησε το σφάλμα της. Όταν το παιδί γεννήθηκε, και ήταν κορίτσι, ο πατήρ Σεραφείμ μόνος του διάλεξε γι’ αυτό το όνομα και ο ίδιος όρισε τους αναδόχους.
Το 1944 οι Γερμανοί πολλούς από τους κατοίκους της Βίριτσα τους πήραν για καταναγκαστική δουλειά στην Γερμανία. Στα μέλη μίας οικογένειας, που οι γερμανικές αρχές αποφάσισαν να τους στείλουν στη Γερμανία, ο πατήρ Σεραφείμ είπε προφητικά ότι όλοι τους θα επιστρέψουν στην πατρίδα και θα μένουν όλοι μαζί σε μία μεγάλη πόλη. Έτσι και έγινε. Παρά το ότι όλοι τους οδηγήθηκαν σε γερμανικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως ο Κύριος τους έσωσε. Όλοι γύρισαν στην πατρίδα και μετά ζούσαν στο Λένινγκραντ.
Σώζεται η διήγηση μιας γυναίκας, η οποία τον καιρό του πολέμου ζούσε στην Βίριτσα και επισκεπτόταν τον πατέρα Σεραφείμ σχεδόν κάθε μέρα. Τη νύχτα με τη μητέρα της φοβούνταν να μένουν μόνες τους στο σπίτι επειδή συχνά γίνονταν βομβαρδισμοί. Γι’ αυτό πολλές φορές έμεναν για διανυκτέρευση στο σπίτι του Γέροντα. Εκεί πάντα αισθάνονταν ασφάλεια και ποτέ δεν κατέβαιναν στο καταφύγιο, όταν γίνονταν οι αεροπορικές επιδρομές.
Μια φορά επισκέπτηκε τον Γέροντα μία γυναίκα. Την είχαν ειδοποιήσει ότι ο γιος της κατατάσσεται μεταξύ των αγνοουμένων και δεν ήξερε πώς να προσεύχεται γι’ αυτόν – είτε ως ζωντανό είτε ως πεθαμένο. Ο Γέροντας της είπε:
-Πήγαινε αμέσως στο Νοβοροσίσκ, μη καθυστερείς γιατί μπορεί να μην προλάβεις.
Μόλις βγήκε από το σπίτι του Γέροντα πήγε στο σταθμό και πήρε το τρένο για Νοβοροσίσκ. Και πρόλαβε τον γιο της πριν τον θάψουν μαζί με τους άλλους σ’ ένα ομαδικό τάφο. Ο γιος της υπηρετούσε στο Πολεμικό Ναυτικό. Το πλοίο του βυθίστηκε, παίρνοντας μαζί όλο το πλήρωμα. Η θάλασσα ξέβρασε το πτώμα του στη στεριά αλλά επειδή κανείς δεν μπόρεσε να τον αναγνωρίσει αποφάσισαν να τον θάψουν σ’ ένα ομαδικό τάφο. Και αυτή ακριβώς την ημέρα, όταν έφτασε η μητέρα του στο Νοβοροσίσκ, έπρεπε να γίνει η ταφή του…
Έχουμε πει παραπάνω ότι όταν ακόμα ο πατήρ Σεραφείμ ήταν πνευματικός της Λαύρας του αγίου Αλεξάνδρου Νιέβσκι έλεγε στον τότε αρχιεπίσκοπο της Χουτίν Αλέξιο Σιμάνσκι ότι θα γίνει πατριάρχης Μόσχας. Το 1944, όταν έσπασε η πολιορκία του Λένινγκραντ, ο μητροπολίτης Λένινγκραντ Αλέξιος Σιμάνσκι επισκέπτηκε στην Βίριτσα τον πατέρα Σεραφείμ. Και έγινε αυτό με τον εξής τρόπο.
Μία μέρα ο πατήρ Σεραφείμ είπε στους δικούς του:
– Τώρα θα έλθει ο μητροπολίτης.
Η αδελφή Σεραφείμα χαμογέλασε μέσα της, όταν το άκουσε, γιατί της φάνηκε απίθανο. Τι έγινε μετά μάς το λέει ένας αυτόπτης μάρτυρας: «Κάποιος χτύπησε την πόρτα και μετά μέσα στο δωμάτιο μπήκαν οι υποδιάκονοι του μητροπολίτη Λένινγκραντ Αλεξίου και είπαν ότι ο Σεβασμιώτατος ήλθε να δει τον Γέροντα. Αμέσως μετά μπήκε στο κελί του Γέροντα ο μητροπολίτης Αλέξιος και γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι του. Ο πατήρ Σεραφείμ πήρε την ευλογία του και του φίλησε το χέρι. Ο μητροπολίτης έμεινε γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του Γέροντα. Μετά πήρε αυτός το χέρι του πατέρα Σεραφείμ και το φίλησε.
Ο Γέροντας τον παρακάλεσε να σηκωθεί, λέγοντας ότι αυτός θα έπρεπε να γονατίσει μπροστά στον πατριάρχη Μόσχας.
-Θα καθίσετε στον πατριαρχικό θρόνο της Μόσχας, Σεβασμιώτατε, και θα είστε πατριάρχης για 25 χρόνια, όπως παλιά ο προστάτης σας, ο άγιος Αλέξιος μητροπολίτης Μόσχας.
Ο μητροπολίτης Αλέξιος άρχισε να του λέει ότι όπως αυτός βλέπει τα πράγματα, μάλλον αυτό που λέει ο Γέροντας είναι αδύνατον να γίνει. Τότε ο πατήρ Σεραφείμ του είπε:
-«Ο Στάλιν θα σας στείλει πρόσκληση και θα σας εκλέξουν πατριάρχη. Έγινε ακριβώς έτσι, όπως το προείπε ο γέροντας. Όλη τη ζωή του ο πατριάρχης Αλέξιος ευλαβείτο πολύ την μνήμη του πατέρα Σεραφείμ».
Ο πόλεμος ακόμα δεν είχε τελειώσει και ο Γέροντας σκεφτόταν ποια θα είναι η ζωή μετά τον πόλεμο και έδινε διάφορες συμβουλές στους ανθρώπους πώς να τακτοποιήσουν καλύτερα την ζωή τους μετά τον πόλεμο. Έλεγε ότι τα πράγματα θ’ αλλάξουν, ότι θα ανοίγονται εκκλησίες και μοναστήρια και θα αναζωπυρωθεί η πίστη στην καρδιά των ανθρώπων.
Το 1945 κοιμήθηκε εν Κυρίω η μοναχή Σεραφείμα, η οποία ήταν κάποτε η σύζυγος του Βασιλείου. Αυτή η μοναχή Σεραφείμα όλα τα χρόνια που ο Γέροντας ζούσε στην Βίριτσα βρισκόταν κοντά του και τον βοηθούσε. Την έθαψαν δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας του Καζάν και ο Γέροντας είπε τότε:
-Θα είμαι και εγώ εδώ μαζί της.
Ο πόλεμος τελείωσε. Κάθε μέρα πάρα πολύς κόσμος επισκεπτόταν τον Γέροντα στο σπίτι του στην Βίριτσα. Ο πατήρ Σεραφείμ ήταν τότε πάρα πολύ αδύναμος, γι’ αυτό δεχόταν τους ανθρώπους ξαπλωμένος στο κρεβάτι του.
Τον επισκέπτονταν όχι μόνο οι κάτοικοι της Βίριτσα αλλά και οι άνθρωποι από την γύρω περιοχή, ακόμα και από το Λένινγκραντ, φέρνοντας σ’ αυτόν τον πόνο και τις θλίψεις τους. Και όλους τους δεχόταν ο Γέροντας. Κάθε μέρα έβλεπε κανείς έξω από το σπίτι του ανθρώπους που περίμεναν την σειρά τους να μιλήσουν με τον Γέροντα.
Οι περισσότεροι ρωτούσαν για τους αγνοούμενους συγγενείς τους. Και ο Γέροντας, που ο Θεός του αποκάλυπτε ποια είναι η τύχη αυτών των ανθρώπων, έλεγε: «να προσεύχεσαι υπέρ υγείας», ή «υπέρ αναπαύσεως πρέπει να προσεύχεσαι». Σε μία γυναίκα που του έκανε μία τέτοια ερώτηση, ο πατήρ Σεραφείμ, είπε:
– Από πού να ξέρω με ποιο τρένο θα έλθει; Τώρα στο Λένινγκραντ επιβιβάζεται στο τρένο. Δεν ξέρω ακριβώς με ποιο θα έλθει μ’ αυτό ή με το επόμενο.
Πραγματικά εκείνη την στιγμή ο γιος αυτής της γυναίκας έμπαινε στο τρένο για να πάει στο σπίτι του στην Βίριτσα.
Μια φορά επισκέπτηκε τον Γέροντα μία γυναίκα από τα πνευματικά του παιδιά και τον ρώτησε για τον άνδρα της από τον οποίον πολύ καιρό δεν είχε νέα:
-Ζει ο δικός σου ο Νικολάκης και σε λίγο θα γυρίσει σπίτι, αλλά θα πονάει πολύ το κεφαλάκι του.
Πραγματικά ο Νικόλαος γύρισε αλλά είχε ένα σοβαρό τραύμα στο κεφάλι του.
Μία γυναίκα, Αγάπη το όνομά της, λέει το εξής: «Προς το τέλος του πολέμου έμαθα ότι ο άνδρας μου σκοτώθηκε. Δεν ήθελα να πιστέψω σ’ αυτό. Είχα δύο παιδιά και θα ήταν πολύ δύσκολο εκείνη την μεταπολεμική εποχή να τα μεγαλώσω μόνη μου. Δεν πίστευα, λοιπόν, πως έμεινα μόνη, σκεφτόμουν πως έγινε λάθος και ότι ο άνδρας μου θα γυρίσει. Το 1947 μαζί με μία γνωστή μου, που ο άνδρας της ήταν αγνοούμενος, πήγαμε στον πατέρα Σεραφείμ. Πρώτη τον ρώτησε η φίλη μου:
-Παππούλη, ο άνδρας μου σκοτώθηκε και σκέφτομαι να παντρευτώ για δεύτερη φορά.
Ο πατήρ Σεραφείμ κούνησε απειλητικά το δάχτυλό του και, χαμογελώντας, είπε:
-Μην το σκέφτεσαι. Ο δικός σου ζει και όταν επιστρέψει μπορεί να έχεις προβλήματα.
Μετά ο Γέροντας γύρισε σε μένα και μου είπε να καθίσω πιο κοντά. Χωρίς να με ρωτήσει τίποτα, μου είπε:
-Δεν πιστεύεις και όμως ο άνδρας σου πέθανε. Πρέπει να παντρευτείς ξανά. Γιατί να μην παντρευτείς, αφού ενδιαφέρεται για σένα ένας καλός άνθρωπος».
Ο Γέροντας στα δικά του πνευματικά παιδιά έλεγε να χτίζουν στην Βίριτσα ξενώνες, δηλαδή σπίτια για τους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν. Συνήθως άρχιζαν χωρίς να έχουν ούτε χρήματα ούτε υλικά, αλλά με την ευλογία του Γέροντος βρίσκονταν όλα. Πραγματικά έχτισαν μερικά τέτοια σπίτια όπου ο Γέροντας άρχισε να στέλνει για διανυκτέρευση τους επισκέπτες του.
Μετά τον πόλεμο υπήρχε σ’ όλη την χώρα μεγάλο πρόβλημα στέγασης. Χρόνια ολόκληρα άνθρωποι έψαχναν σπίτι και δεν μπορούσαν να βρουν. Πολλοί έρχονταν στον πατέρα Σεραφείμ με δάκρυα στα μάτια τους και ζητούσαν βοήθεια. Ο πατήρ Σεραφείμ τους ευλογούσε, δίνοντάς τους θάρρος και μετά από λίγο καιρό οι άνθρωποι έβρισκαν στέγη…
Μια μέρα επισκέπτηκε τον Γέροντα μία γυναίκα που όλη τη διάρκεια του πολέμου βρισκόταν στη γραμμή μετώπου και πολεμούσε, και, όταν γύρισε, δεν μπόρεσε να βρει σπίτι πού να μένει και δουλειά για να βγάζει το ψωμί της.
-Αυτά τα ασήμαντα δεν πρέπει να τα πολυσκέφτεσαι, της είπε ο Γέροντας· θα τα έχεις όλα, μόνο τον Θεό να μην ξεχνάς.
Πραγματικά σε λίγο βρήκε και δουλειά και σπίτι…
Ο Γέροντας προέβλεπε ποιοι άνθρωποι θα έλθουν να ζητήσουν την βοήθειά του.
Ένας άνθρωπος έγινε αλκοολικός. Έκλεβε πράγματα από το σπίτι του και τα πουλούσε για να ικανοποιεί το πάθος του. Τον άφησε η γυναίκα του επειδή δεν μπόρεσε να ζει μαζί του, και πήρε και το παιδί. Ένας φίλος του έμαθε πως στην Βίριτσα ζει μοναχός που μπορεί να θεραπεύσει αυτό το πάθος του και άρχισε να τον παρακαλά να πάνε να τον δουν. Αυτός στην αρχή δεν το δεχόταν αλλά μετά συμφώνησε. Μια μέρα, λοιπόν, πήραν το τρένο και πήγαν στο Λένινγκραντ. Εκεί όταν ο φίλος του πήγε να πάρει εισιτήρια για Βίριτσα αυτός πήγε στην τουαλέτα και εκεί για ένα ποτήρι βότκα πούλησε και το πουκάμισο του και το εσώρουχο και ο ίδιος έμεινε με την ζακέτα και το παντελόνι. Ο φίλος του, όταν τον βρήκε, δεν μπόρεσε να καταλάβει πώς και πού αυτός βρήκε βότκα. Πήραν λοιπόν το τρένο και πήγαν στην Βίριτσα.
Όταν έφτασαν στο σπίτι του Γέροντα και μπήκαν μέσα, ο πατήρ Σεραφείμ εξηγούσε την παραβολή του Κυρίου για το χαμένο πρόβατο. Ο αλκοολικός όταν το άκουσε είπε στον φίλο του:
-Πού με έφερες, εδώ δεν υπάρχουν άνθρωποι, μόνο πρόβατα. Και δεν ήθελε να μπει μέσα αλλά προσπάθησε να φύγει.
-Δεν έχω τι να κάνω εδώ, θέλω να φύγω. Ξαφνικά άκουσε τον Γέροντα να τον φωνάζει: -Σέργιε, έλα εδώ.
Εκείνος τα έχασε. Αμέσως ξεμέθυσε και ρώτησε τον φίλο του:
-Από πού με ξέρει; Ο Γέροντας πάλι φώναξε δυνατά: -Σέργιε, που ήλθες μαζί με τον φίλο σου, έλα μπες μέσα.
Όταν ο Σέργιος μπήκε μέσα στο κελί είδε εκεί πολύ κόσμο. Τότε ο Γέροντας είπε:
-Βλέπετε, αδελφοί μου, αυτόν τον άνθρωπο; Τον έδιωξε η μητέρα του και τον άφησε η γυναίκα του. Είναι σε μία ελεεινή κατάσταση. Μόλις τώρα στο σιδηροδρομικό σταθμό πούλησε για ένα ποτήρι βότκα το εσώρουχο και το πουκάμισό του και ήλθε εδώ σε μάς μόνο με την ζακέτα. Τον εγκατέλειψαν οι άνθρωποι, αλλά δεν τον εγκατέλειψε ο Θεός, του έστειλε έναν φίλο που τον έφερε εδώ με την ελπίδα ότι θα τον βοηθήσουμε. Ο Κύριος τον βοήθησε διότι υπάρχουν άνθρωποι που προσεύχονται γι’ αυτόν. Τώρα μέσα του γίνεται μάχη, σφοδρή μάχη. Το πονηρό πνεύμα που τον έχει κυριέψει τον παρακινεί να με χτυπήσει, να χτυπήσει τον φίλο του και να φύγει από δω. Και είναι πολύ δύσκολο να τον συγκρατήσουμε. Το πονηρό πνεύμα μισεί αυτό το μέρος γιατί εδώ προσεύχονται, εδώ υπάρχουν εικόνες.
Λοιπόν, αγαπητοί μου, από μάς εξαρτάται τώρα πού θα πάει αυτός ο δυστυχισμένος άνθρωπος και τι θα γίνει μ’ αυτόν. Ελάτε όλοι να προσευχηθούμε γι’ αυτόν στον Κύριο και την Παναγία για να τον βοηθήσουν. Όλοι που ήταν τότε μέσα στο κελί γονάτισαν μαζί με τον Γέροντα και άρχισαν να προσεύχονται, μερικοί με δάκρυα. Ξαφνικά ο αλκοολικός έπεσε κάτω και ξέσπασε σε λυγμούς χτυπώντας το κεφάλι του στο πάτωμα. Και έτσι πολλή ώρα έκλαιε ξαπλωμένος κάτω στο πάτωμα και ο λαός γύρω του προσευχόταν.
Μετά ο γέροντας είπε:
-Από δω και στο εξής ο Σέργιος δεν θα πίνει. Υπήρχαν στιγμές στη ζωή του που ήθελε να αυτοκτονήσει αλλά δεν το έκανε, γιατί οι άλλοι προσεύχονταν γι’ αυτόν. Η προσευχή μάς προφυλάσσει από τις υποβολές των σκοτεινών δυνάμεων. Και η πιο δυνατή προσευχή είναι η προσευχή των συγγενών και των φίλων μας. Η προσευχή της μάνας μας ή κάποιου φίλου μας έχει πολλή δύναμη.
Ο Σέργιος σταμάτησε να πίνει και δεν έπινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Έγινε πιστός χριστιανός και πνευματικό παιδί του γέροντα…
Όταν ο πατήρ Σεραφείμ τελούσε ευχέλαια και αγιασμούς, μετά το τέλος της ακολουθίας, έκανε για όλους κοινό τραπέζι. Πριν αρχίσει το φαγητό ο Γέροντας μόνος του έκοβε το ψωμί και έδινε στον καθένα από ένα κομμάτι. Επίσης μαζί με το ψωμί έδινε στον καθένα από τρία κομμάτια ζάχαρη. Δίνοντάς τα στον άνθρωπο τον ευλογούσε ταυτόχρονα. Στους αρρώστους ο Γέροντας έδινε πρόσφορα τα οποία τρώγοντας οι άνθρωποι γίνονταν καλά.
Ο πατήρ Σεραφείμ έλεγε συχνά: «Πολλές φορές γινόμαστε άρρωστοι επειδή δεν προσευχόμαστε πριν αρχίσουμε το φαγητό μας και δεν ζητάμε από τον Θεό να το ευλογήσει. Παλιά οι άνθρωποι όλα που έκαναν τα έκαναν με προσευχή· προσεύχονταν όταν όργωναν την γη, στη σπορά προσεύχονταν, προσεύχονταν και όταν θέριζαν τους καρπούς. Εμείς σήμερα δεν γνωρίζουμε ποιοι παράγουν αυτά που τρώμε και πολλές φορές δεν ξέρουμε ποιοι μαγειρεύουν το φαγητό μας. Μπορεί αυτοί να βρίζουν και να βλασφημούν, όταν το μαγειρεύουν, γι’ αυτό καλό θα ήταν πριν φάμε το φαγητό μας να ρίξουμε πάνω του λίγο αγιασμό.
Όλα αυτά που χρησιμοποιούμε για τροφή είναι δώρα της αγάπης του Θεού στους ανθρώπους. Μέσω αυτών όλη η φύση και ο νοητός κόσμος των αγγέλων διακονούν τον άνθρωπο. Γι’ αυτό κάθε φορά, όταν καθόμαστε για να φάμε, πρέπει να προσευχόμαστε με πολλή επιμέλεια…».
Ζούσε στην Βίριτσα μία γυναίκα και είχε μία κόρη που είχε γεννηθεί άλαλη. Και η ίδια αυτή η γυναίκα είχε πρόβλημα στα πόδια της και μόνο με πατερίτσες μπορούσε να περπατάει. Μία μέρα επισκέπτηκε τον Γέροντα μαζί με την κόρη της και εκείνος της είπε:
-Ο Κύριος θα σε βοηθήσει, να προσεύχεσαι. Η προσευχή της μητέρας πρέπει να βοηθήσει την κόρη.
Εκείνη γονάτισε στο κελί του Γέροντα, μπροστά στις εικόνες του και άρχισε να προσεύχεται. Προσευχόταν πολλή ώρα. Μετά ο Γέροντας είπε:
-Σήκω, ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου, ας με πλησιάσει το κορίτσι.
Ο Γέροντας έβαλε πάνω στο κεφάλι του παιδιού το επιτραχήλι του και προσευχήθηκε. Από τότε το κορίτσι άρχισε να μιλάει. Αλλά και η μητέρα, που με πατερίτσες ήλθε στο κελί του Γέροντα, γύρισε στο σπίτι της χωρίς πατερίτσες.
Μια μέρα έφεραν στον Γέροντα ένα κορίτσι που έπασχε από δυσεντερία και ήταν ετοιμοθάνατο. Ο πατήρ Σεραφείμ προσευχήθηκε για το παιδί, του έδωσε Θεία Κοινωνία και την ίδια ημέρα το κορίτσι έγινε καλά.
Μια φορά μία γυναίκα αρρώστησε. Η διάγνωση που έβγαλαν οι γιατροί ήταν σάρκωμα. Ο Γέροντας της έδωσε ευλογία να εγχειριστεί. Στο νοσοκομείο όπου έγινε η εγχείρηση και μετά από αυτή, καθώς η γυναίκα αυτή βρισκόταν στο δωμάτιο ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι της, είδε πως άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα στο δωμάτιο ο πατήρ Σεραφείμ που την ρώτησε χαμογελώντας:
-Όλα καλά; Ζεις;
Άλλες γυναίκες που ήταν μαζί της στο δωμάτιο δεν είδαν τίποτα. Από τότε η ανάρρωσή της προχωρούσε πολύ γρήγορα. Την έβλεπαν πολλές φορές διάφοροι καθηγητές ιατρικής και δεν πίστευαν στα μάτια τους γιατί μέχρι τότε την ασθένεια αυτή την θεωρούσαν ανίατη.
Ζούσε κάποτε στο Λένινγκραντ μία γυναίκα μαζί με τον άνδρα της. Και αυτή και εκείνος ήταν γιατροί. Τον καιρό του πολέμου ήταν μαζί στο μέτωπο. Ο άνδρας της ήθελε πάρα πολύ να έχει παιδιά, εκείνη όμως δεν ήθελε. Είχε κάνει 18 εκτρώσεις. Τελικά ο άνδρας της την άφησε και βρήκε άλλη γυναίκα.
Όταν αυτή γύρισε μετά τον πόλεμο στο Λένινγκραντ δεν μπόρεσε να βρει δουλειά. Δεν είχε ούτε σπίτι πού να μείνει, γιατί αυτό το σπίτι που έμενε παλιά ήταν του άνδρα της. Κυριολεκτικά βρέθηκε στο δρόμο. Ήταν μέλος του κομουνιστικού κόμματος και απευθυνόταν σε διάφορους οργανισμούς αλλά κανείς πουθενά δεν την βοήθησε. Απελπίστηκε τόσο πολύ που σκέφτηκε να αυτοκτονήσει.
Μία μέρα, ενώ περπατούσε στο δρόμο, συνάντησε μία φίλη της που την είχε γνωρίσει τον καιρό του πολέμου. Εκείνη άρχισε να την ρωτά για την ζωή της και όταν έμαθε τα προβλήματά της τής είπε, ότι στην Βίριτσα ζει ένας γέρος που βοηθάει πολλούς ανθρώπους και προβλέπει το μέλλον.
Η γιατρός σκέφτηκε ότι πρόκειται για κάποιον μάγο και αποφάσισε να τον επισκεφτεί γιατί έτσι και αλλιώς δεν θα έχανε τίποτα. Στην Βίριτσα βρήκε το σπίτι του Γέροντα. Εκεί την ρώτησαν: -Θέλετε να δείτε τον παππούλη; Αυτή, όταν το άκουσε, εκνευρίστηκε πολύ· -Ποιόν παππούλη; Τρελή είμαι να μπλέκομαι με παπάδες, και βγήκε έξω τρέχοντας.
Στο δρόμο παρέλυσαν τα πόδια της και δεν μπόρεσε να περπατήσει. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και ξέσπασε σε κλάματα. Καταριόταν όλους και όλα, ακόμα και αυτή την φίλη της που την έστειλε σ’ αυτόν τον παπά. Έβριζε αλλά δεν μπόρεσε να σηκωθεί και να σταθεί όρθια, τα πόδια δεν υπάκουαν.
Από το σπίτι του Γέροντα βγήκε μία γυναίκα και της είπε:
-Σας ζητάει ο γέροντας.
Αυτή αρνήθηκε κατηγορηματικά να μπει μέσα. Τότε η γυναίκα την πλησίασε, λέγοντάς της ξανά:
-Το όνομά σας είναι Ν., είστε οφθαλμίατρος, μόλις γυρίσατε από τη Γερμανία, σάς ζητάει ο Γέροντας.
Χωρίς να καταλάβει πώς η γυναίκα αυτή σηκώθηκε και σαν να την οδηγούσε κάποια δύναμη πήγε στο σπίτι του Γέροντα.
Όταν μπήκε μέσα στο κελί του είδε έναν γέρο μοναχό ξαπλωμένο πάνω στο κρεβάτι. Αυτός της είπε, ότι για όλα τα δεινά φταίει αυτή η ίδια, επειδή είχε σκοτώσει τα παιδιά της. Κατάλαβε η γυναίκα ότι ο γέροντας γνωρίζει όλη την ζωή της και έπεσε κλαίγοντας στα γόνατα μπροστά στο κρεβάτι του. Εκείνος αμέσως την παρηγόρησε λέγοντας:
-Πήγαινε στο Σμόλνι, θα σε διορίσουν υπεύθυνη σε μία κλινική της Πετεργκώφ και θα σου δώσουν και ένα δωμάτιο να μένεις. Μετά θα επιστρέψεις στο Λένινγκραντ και θα μένεις εκεί. Θα με επισκέπτεσαι εδώ και μετά θα επισκέπτεσαι και τον τάφο μου.
«Τι παραμύθια είναι αυτά που λέει», – σκέφτηκε η Ν.
-Δεν λέω παραμύθια. Όλα αυτά που λέω θα πραγματοποιηθούν, – είπε ο Γέροντας, απαντώντας στις σκέψεις της.
Πραγματικά πήγε στο Σμόλνι, όπου την διόρισαν στην κλινική της Πετεργκώφ και την έδωσαν δωμάτιo. Αργότερα γύρισε στο Λένινγκραντ. Έγινε πολύ πιστή, έφτασε σε βαθιά γεράματα και μέχρι το τέλος της ζωής της επισκεπτόταν τακτικά τον τάφο του Γέροντα στην Βίριτσα.
Μια φορά στο σπίτι του Γέροντα μπήκαν ληστές. Έσπασαν τζάμι στην κουζίνα. Αλλά στο κελί του Γέροντα δεν μπόρεσαν να μπουν γιατί δεν βρήκαν πόρτα, αλλά ούτε το δωμάτιο της αδελφής Σεραφείμα μπόρεσαν να βρουν. Έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν με άδεια χέρια.
Άνθρωποι που έχουν επισκεφτεί τον Γέροντα λένε ότι πάντα γύρω από το σπίτι, όπου ζούσε ο πατήρ Σεραφείμ, υπήρχε μία ευωδία. Και κάθε επισκέπτης αισθανόταν την παρουσία της θείας χάριτος.
Την άνοιξη του 1949 ο πατήρ Σεραφείμ αρρώστησε βαριά. Όλα τα πνευματικά του παιδιά προσεύχονταν για την υγεία του. Δεν μπορούσαν να φανταστούν πώς θα ζούνε χωρίς αυτόν. Ο πατήρ Σεραφείμ τους έλεγε:
– Τι νομίζετε, ότι ο Θεός δεν ακούει τις προσευχές μας; Αν Τον παρακαλούσα, αμέσως θα μου χάριζε υγεία. Αλλά όχι όπως θέλω εγώ – ας γίνει Πάτερ το θέλημά Σου τώρα και στους αιώνες, ας γίνη το δικό Σου θέλημα και όχι το δικό μου. Ας με επισκεπτούν όλες οι αρρώστιες· να γίνει κατά το θέλημά Σου!
Ο Γέροντας ήταν πολύ αδύναμος, δεν μπορούσε να σηκώνεται από το κρεβάτι του και όμως παρακαλούσε τους δικούς του να αφήνουν τους επισκέπτες να έρχονται. Οι δικοί του από την αγάπη τους προς τον Γέροντα δεν άφηναν όλους να τον βλέπουν και μερικούς τους έστελναν πίσω. Αλλά ο πατήρ Σεραφείμ τους έλεγε να γυρίζουν πίσω αυτούς που τους είχαν διώξει. Γνώριζε ότι οι άνθρωποι τον έχουν ανάγκη. Μερικές φορές κάποιος που τον είχαν διώξει έφτανε μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό και από κει τον γύριζαν πίσω επειδή τον ζητούσε ο Γέροντας.
Λίγο πριν πεθάνει ο πατήρ Σεραφείμ κοιμόταν δώδεκα μέρες και δώδεκα νύχτες συνεχόμενες. Όλο αυτό το διάστημα τον παρακολουθούσε ο γιατρός. Η καρδιά του σχεδόν δεν ακουγόταν όλες αυτές τις ημέρες. Όταν ο γέροντας ξύπνησε, είπε στην αδελφή Σεραφείμα:
– Επισκέπτηκα πολλές χώρες. Και δεν βρήκα χώρα καλύτερη από τη δική μας και πίστη δεν είδα καλύτερη. Να λες σε όλους να μην αφήνουν την Ορθοδοξία.
Λίγο πριν το θάνατό του, τον πατέρα Σεραφείμ, επισκέπτηκε η Παναγία. Η Θεοτόκος ήρθε την νύχτα. Ο Γέροντας γνώριζε ποιος θα τον επισκεπτεί, γι’ αυτό, είπε, στις γυναίκες που τον υπηρετούσαν, να ανάψουν όλα τα καντήλια.
Η Παναγία του φανερώθηκε κάτω από μία σημύδα που φύτρωνε μπροστά στο παράθυρο του κελιού του. Ο πατήρ Σεραφείμ έλεγε, σε καμία περίπτωση να μην κόψουν αυτό το δένδρο.
Δύο εβδομάδες πριν την κοίμησή του ο πατήρ Σεραφείμ είπε στον πατέρα Αλέξιο Κιμπάρντιν, ιερέα της εκκλησίας της Παναγίας του Καζάν στην Βίριτσα, ότι η Παναγία πρόσταξε να μεταλαμβάνει κάθε μέρα των Αχράντων Μυστηρίων. Ο πατήρ Αλέξιος διηγείται: «Κοινωνούσα τον Γέροντα κάθε νύχτα, σύμφωνα με τον λόγο του. Αλλά μια φορά κοιμήθηκα και δεν άκουσα το ξυπνητήρι. Ξύπνησα στις τέσσερις το πρωί (συνήθως τον κοινωνούσα στις δύο), πήρα τα Τίμια Δώρα και κυριολεκτικά έτρεξα προς το σπίτι του Γέροντα. Όταν μπήκα μέσα στο σπίτι και μετά στο κελί του ο Γέροντας ήταν ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι και το πρόσωπο του σκορπούσε φως. Του ζήτησα συγγνώμη αλλά ο πατήρ Σεραφείμ μου είπε:
-Μην ανησυχείτε, πάτερ, οι άγγελοι ήδη με έχουν κοινωνήσει.
Κοίταξα το πρόσωπο του και κατάλαβα ότι είναι αλήθεια».
Ο Γέροντας επίσης παρακάλεσε τον πατέρα Αλέξιο να πάει στη Μόσχα στον πατριάρχη Αλέξιο και να του πει ότι σε δύο βδομάδες ο ταπεινός Σεραφείμ θα πάει στον Κύριο και ότι θέλει να έλθουν τώρα στο σπίτι του οι γνωστοί του από τις θεολογικές σχολές για να τους αποχαιρετήσει. Παρακάλεσε να πει στον πατριάρχη τις ευχές του και να ζητήσει την ευλογία του.
Όπως διηγήθηκε αργότερα ο πατήρ Αλέξιος ο πατριάρχης όταν το άκουσε χωρίς να προφέρει λέξη γύρισε προς τις εικόνες και έκανε τρεις μετάνοιες, κάνοντας το σημείο του σταυρού. Όταν γύρισε, στο πρόσωπό του έτρεχαν δάκρυα. Με φωνή πολύ χαμηλή είπε:
-Τέσσερα χρόνια είμαι πατριάρχης. Ο πατήρ Σεραφείμ μου είπε ότι θα γίνω πατριάρχης και έγινα με τις προσευχές του. Μου έμειναν άλλα 21 χρόνια. Έτσι είπε ο άγιος αυτός άνθρωπος. Πέστε του ότι ζητάω τις ευχές του. (Ο πατριάρχης Αλέξιος ο Α’ έκανε την τελευταία του λειτουργία την ημέρα όταν γιόρταζε την 25 επέτειο της πατριαρχίας του και μετά από λίγο στις 17 Απριλίου του 1970 κοιμήθηκε εν Κυρίω).
Ήλθε η τελευταία ημέρα της ζωής του Γέροντα. Την ημέρα αυτή ο πατήρ Σεραφείμ είπε:
-Σήμερα δεν μπορώ να δεχθώ κανέναν. Θα προσεύχομαι.
Το βράδυ κάλεσε στο κελί του τους συγγενείς του και έδωσε στον καθένα ευλογία, εικόνα του οσίου Σεραφείμ του Σαρόβ. Άναψαν όλα τα καντήλια και όλοι γονάτισαν. Άρχισαν να διαβάζουν τους χαιρετισμούς της Υπεραγίας Θεοτόκου, του αγίου Νικολάου και του οσίου Σεραφείμ του Σαρόβ.
Κάλεσαν τον πατέρα Αλέξιο από την εκκλησία της Παναγίας του Καζάν για να εξομολογηθεί ο Γέροντας τελευταία φορά. Όταν ο πατήρ Αλέξιος άκουγε την εξομολόγησή του στο πρόσωπό του έτρεχαν δάκρυα. Μετά την εξομολόγηση ο πατήρ Σεραφείμ μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Συνέχεια ρωτούσε τι ώρα είναι. Τελικά είπε στην αδελφή Σεραφείμα:
-Διάβασε τις νεκρώσιμες ευχές.
Μετά, τελευταία φορά, ρώτησε τι ώρα είναι. Ήταν γύρω στις δύο τη νύχτα.
-Τελείωσαν.
Τελευταία φορά έκανε το σημείο του σταυρού, λέγοντας:
-Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Σώσε Κύριε και ελέησε όλον τον κόσμο.
Και έβαλε τα χέρια του πάνω στο στήθος.
Ο Γέροντας κοιμήθηκε την νύχτα στις 3 Απριλίου το 1949 στο σπίτι του στη λεωφόρο Μάισκι. Μετά την κοίμησή του μία εβδομάδα όλη η Βίριτσα ευωδίαζε.
Ένας ιερέας, ο πατήρ Ιωάννης Μιρόνοβ, λέει ότι ο Γέροντας όταν ακόμα ήταν ζωντανός τον κάλεσε στην κηδεία του. Παρακάλεσε τον πατέρα Γρηγόριο Σελιβάνοβ: «Πες στον Βάνια να έλθει στις 3 Απριλίου». «Στις 3 Απριλίου πρωί πρωί πήρα το τρένο και πήγα στην Βίριτσα, – λέει ο πατήρ Ιωάννης… Τότε το ότι ο πατήρ Σεραφείμ κοιμήθηκε ήξεραν μόνο οι συγγενείς του. Ο πατήρ Αλέξιος Κιμπάρντιν άρχισε την πρώτη νεκρώσιμη ακολουθία. Και εγώ αξιώθηκα να προσεύχομαι μαζί του υπέρ αναπαύσεως του Γέροντος. Όταν σηκώσαμε το λείψανο του, τυλιγμένο στο μανδύα για να το μεταφέρουμε από το κρεβάτι στο τραπέζι, ήταν τόσο ελαφρό ώστε μου φάνηκε ότι στα χέρια μου ήταν μόνο ο μανδύας».
Την πρώτη ημέρα μετά την κοίμηση του πατρός Σεραφείμ μία γυναίκα ήλθε μαζί με την κόρη της που ήταν τυφλή να αποχαιρετήσει τον Γέροντα. Τον πλησίασαν και η γυναίκα είπε στο κορίτσι:
-Φίλησε το χέρι του παππούλη.
Το κορίτσι φίλησε το χέρι του Γέροντα και αμέσως ανέβλεψε.
Τρεις μέρες ο κόσμος ασταμάτητα περνούσε από το σπίτι του πατρός Σεραφείμ για να αποχαιρετήσει τον Γέροντα. Ο πατριάρχης Αλέξιος έδωσε ευλογία να σταματήσουν τα μαθήματα στις θεολογικές σχολές του Λένινγκραντ.
Η κηδεία έγινε την παραμονή του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου στην εκκλησία της Παναγίας του Καζάν στην Βίριτσα. Εκείνη την εποχή πήγαινε στην Βίριτσα από το Λένινγκραντ ατμοκίνητος σιδηρόδρομος κάθε δύο ώρες. Το ταξίδι διαρκούσε τρεις ώρες. Την ημέρα της κηδείας και του ενταφιασμού το πρωινό τρένο δεν μπόρεσε να χωρέσει όλους που ήθελαν να πάνε στην κηδεία του Γέροντα. Οι άνθρωποι πολιορκούσαν τον σταθμάρχη:
-Το επόμενο τρένο φεύγει σε δύο ώρες, δεν μπορούμε να περιμένουμε. Δώστε ένα τρένο ακόμα!
Στην ερώτηση γιατί βιάζονται τόσο πολύ, οι άνθρωποι απαντούσαν:
-Στην Βίριτσα πέθανε μεγάλος Γέροντας ο Σεραφείμ, και σήμερα θα γίνει η ταφή του. Δεν θέλουμε να αργήσουμε.
Αλλά και αυτοί που πρόλαβαν την ταφή ήταν πάρα πολλοί. Μεταξύ τους ήταν και ο νυν πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος ο Β’… Η εκκλησία, η αυλή της και όλοι οι δρόμοι γύρω ήταν γεμάτοι κόσμο…
Η μάρτυρας των γεγονότων Ελένη Σ. λέει: «…Η κηδεία του Γέροντα έγινε στις 24 Μαρτίου π.η./6 Απριλίου ν.η.. Μέχρι τότε το λείψανό του βρισκόταν στην εκκλησία. Οι ιερείς συνέχεια ψάλανε τις νεκρώσιμες ακολουθίες και όλος ο κόσμος προσευχόταν. Εγώ αρκετές φορές πλησίασα τον Γέροντα και φίλησα το χέρι του. Και κάθε φορά το χέρι του ήταν θερμό και μαλακό, σαν το χέρι ενός ζωντανού ανθρώπου… Ο κόσμος ήταν τόσο πολύς ώστε στην αδελφή Σεραφείμα έσπασαν πλευρό. Και αυτό το είχε προβλέψει ο πατήρ Σεραφείμ, γιατί, όταν ζούσε ακόμα, έλεγε στην αδελφή Σεραφείμα:
«-Όταν θα γίνει η κηδεία μου να προσέχεις τα πλευρά σου…».
Το λείψανο του πατρός Σεραφείμ θάφτηκε στο μικρό νεκροταφείο δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας του Καζάν…
Σε πολλά από τα πνευματικά του παιδιά ο πατήρ Σεραφείμ έλεγε να έρχονται μετά το θάνατο του στον τάφο του όταν θα έχουν δυσκολίες και θλίψεις και να του λένε τα προβλήματά τους σαν σε ζωντανό.
Οι συγγενείς του πατρός Σεραφείμ μετά το θάνατο του βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση. Τότε όλοι τους πήγαν στον τάφο του Γέροντα για να ζητήσουν την βοήθειά του. Και μετά είδαν ένα όραμα· είδαν τον πατέρα Σεραφείμ, ο οποίος τους είπε ότι πάντα είναι μαζί τους και ότι θα τους βοηθήσει μέσω ενός άλλου ανθρώπου.
Την επόμενη ημέρα έλαβαν από την Μόσχα από τον μητροπολίτη Κρουτίτσκ και Κολόμνα Νικόλαο το εξής τηλεγράφημα: «Στέλνω χρήματα για τις ανάγκες σας. Σάς περιμένω να έλθετε για να σάς βοηθήσω και άλλο…». Η υπογραφή ήταν η εξής: «Ο παππούλης σας».
Ο ΝΕΟΦΑΝΗΣ ΑΓΙΟΣ
ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΗΣ ΒΙΡΙΤΣΑ
ΒΙΟΣ – ΘΑΥΜΑΤΑ – ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ”
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ