Σήμερον σὲ θεωροῦσα, ἡ ἄμεμπτος Παρθένος, ἐν Σταυρῷ Λόγε ἀναρτώμενον, ὀδυρομένη μητρῷα σπλάγχνα, ἐτέτρωτο τὴν καρδίαν πικρῶς, καὶ στενάζουσα ὀδυνηρῶς ἐκ βάθους ψυχῆς, παρειὰς σὺν θριξὶ καταξαίνουσα, κατετρύχετο· διὸ καὶ τὸ στῆθος τύπτουσα, ἀνέκραγε γοερῶς· Οἴμοι θεῖον Τέκνον! οἴμοι τὸ φῶς τοῦ Κόσμου! τί ἔδυς ἐξ ὀφθαλμῶν μου, ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ; ὅθεν αἱ στρατιαὶ τῶν Ἀσωμάτων, τρόμῳ, συνείχοντο λέγουσαι· Ἀκατάληπτε Κύριε δόξα σοι.
«Αντικρύζοντάς σε σήμερα, Λόγε του Θεού, η αμόλυντη Παρθένος κρεμασμένο στο σταυρό, οδυρόταν μέσ’ απ’ τα μητρικά της σπλάχνα και με την καρδιά της πικρά πληγωμένη, στέναζε με αφόρητο πόνο από τα βάθη της ψυχής της, ξέσχιζε τα μάγουλα και τα μαλλιά της, βασανιζόμενη από την οδύνη. Γι’ αυτό και χτυπώντας το στήθος της έκλαιγε δυνατά και γοερά: Αλίμονο θείο παιδί μου! Αλίμονο φως του κόσμου! Γιατί έδυσες από τα μάτια μου, εσύ ο Αμνός του Θεού; Γι’ αυτό και οι στρατιές των ασωμάτων αγγέλων κατεχόμενες από τρόμο έλεγαν: Ακατάληπτε Κύριε, δόξα σε Σένα!».
Ἐπὶ ξύλου βλέπουσα, κρεμάμενον Χριστέ, σὲ τὸν πάντων Κτίστην καὶ Θεόν, ἡ σὲ ἀσπόρως τεκοῦσα, ἐβόα πικρῶς· Υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος ἔδυ τῆς μορφῆς σου; οὐ φέρω καθορᾶν σε, ἀδίκως σταυρούμενον· σπεῦσον οὖν ἀνάστηθι, ὅπως ἴδω κᾀγώ, σοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν, τριήμερον ἐξανάστασιν.
«Βλέποντάς κρεμασμένο πάνω στο ξύλο εσένα Χριστέ μου, τον Κτίστη των πάντων και Θεό, αυτή που σε εγέννησε χωρίς σπορά ανδρός, φώναζε πικρά! Γιε μου, πού έδυσε η ομορφιά της μορφής σου; Δεν αντέχω να σε βλέπω άδικα σταυρωμένο. Σπεύσε να αναστηθείς για να δω κι εγώ την τριήμερη από τους νεκρούς ανάστασή σου!».
Σήμερον ὁ Δεσπότης τῆς κτίσεως, παρίσταται Πιλάτῳ, καὶ σταυρῷ παραδίδοται ὁ Κτίστης τῶν ἁπάντων, ὡς ἀμνὸς προσαγόμενος τῇ ἰδίᾳ βουλήσει, τοῖς ἥλοις προσπήγνυται, καὶ τὴν πλευρὰν κεντᾶται, καὶ τῷ σπόγγῳ προσψαύεται, ὁ μάννα ἑπομβρήσας, τὰς σιαγόνας ῥαπίζεται, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ Κόσμου, καὶ ὑπὸ τῶν ἰδίων δούλων ἐμπαίζεται, ὁ Πλάστης τῶν ἁπάντων. Ὢ Δεσπότου φιλανθρωπίας! ὑπὲρ τῶν σταυρούντων παρεκάλει τὸν ἴδιον Πατέρα, λέγων· Ἄφες αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην· οὐ γὰρ οἴδασιν οἱ ἄνομοι, τί ἀδίκως πράττουσιν.
«Σήμερα ο Δεσπότης όλης της κτίσης παρουσιάζεται στον Πιλάτο και παραδίνεται στον σταυρό ο Κτίστης των όλων, προσφερόμενος σαν αρνάκι με τη δική του θέληση, πακτώνεται με τα καρφιά, κεντάται στην πλευρά, δέχεται ν’ ακουμπήσουν τα χείλη του το (βρώμικο) σφουγγάρι, αυτός που έβρεξε το μάννα, δέχεται ραπίσματα στις σιαγόνες του, ο Λυτρωτής του κόσμου, κι από τους δικούς του δούλους εμπαίζεται ο Πλάστης των όλων. Ω πόση είναι η φιλανθρωπία του Δεσπότου μας! Γι’ αυτούς που τον εσταύρωναν παρακαλούσε τον Πατέρα του λέγοντας: «Συγχώρεσέ τους αυτή την αμαρτία, γιατί δεν ξέρουν οι παράνομοι τι αδικία διαπράττουν!».
Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε νεκρόν, ὁ Ἀριμαθαίας καθεῖλε, τὴν τῶν ἁπάντων ζωήν, σμύρνῃ καὶ σινδόνι σε Χριστὲ ἐκήδευσε, καὶ τῷ πόθῳ ἠπείγετο, καρδία, καὶ χείλη, σῶμα τὸ ἀκήρατον, σοῦ περιπτύξασθαι, ὅμως συστελλόμενος φόβῳ, χαίρων ἀνεβόα σοι· Δόξα, τῇ συγκαταβάσει σου Φιλάνθρωπε.
«Όταν από το ξύλο σε κατέβασε νεκρό ο (Ιωσήφ) από την Αριμαθαία, εσένα τη ζωή των όλων, σε νεκροπεριποιήθηκε με σμύρνα και νεκρική σινδόνη, κι από τον πόθο του για σένα ήθελε με την καρδιά του και τα χείλη του ν’ αγκαλιάσει το αμόλυντο σώμα σου, όμως συνεσταλμένος από τον φόβο, με χαρά σου φώναζε: Δόξα, Φιλάνθρωπε, στη συγκατάβασή σου!»
Ὅτε ἐν τῷ τάφῳ τῷ καινῷ, ὑπὲρ τοῦ παντὸς κατετέθης, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ παντός, ᾍδης ὁ παγγέλαστος, ἰδών σε ἔπτηξεν, οἱ μοχλοὶ συνετρίβησαν, ἐθλάσθησαν πύλαι, μνήματα ἠνοίχθησαν, νεκροὶ ἀνίσταντο· τότε ὁ Ἀδὰμ εὐχαρίστως, χαίρων ἀνεβόα σοι· Δόξα, τῇ συγκαταβάσει σου Φιλάνθρωπε.
«Όταν για τη σωτηρία όλου του κόσμου κατατέθηκες μέσα στον καινό (τον μη ξαναχρησιμοποιημένο) τάφο, εσύ ο Λυτρωτής του παντός, ο Άδης που απ’ όλους μπορεί πια να περιγελαστεί και να περιφρονηθεί, σε είδε και μαζεύτηκε, οι μοχλοί του συντρίφηκαν , έσπασαν οι πύλες του, ανοίχτηκαν τα μνήματα και οι νεκροί ανασταίνονταν. Τότε ο Αδάμ με πολλή ευχαρίστηση σου φώναζε δυνατά: Δόξα, Φιλάνθρωπε στη συγκατάβασή σου!».
Ὅτε ἐν τῷ τάφῳ σαρκικῶς, θέλων συνεκλείσθης ὁ φύσει, τῇ τῆς Θεότητος, μένων ἀπερίγραπτος, καὶ ἀδιόριστος, τὰ θανάτου ἀπέκλεισας, ταμεῖα καὶ ᾍδου, ἅπαντα ἐκένωσας, Χριστὲ βασίλεια, τότε καὶ τὸ Σάββατον τοῦτο, θείας εὐλογίας καὶ δόξης, καὶ τῆς σῆς λαμπρότητος ἠξίωσας.
Όταν με τη θέλησή σου κλείστηκες ως προς την ανθρώπινη φύση σου μέσα στον τάφο, εσύ που ως προς την θεϊκή σου φύση παρέμεινες απερίγραπτός και απροσδιόριστος, σφράγισες όλες τις αποθήκες του Άδη κι άδειασες όλα τα βασίλειά του. Τότε αξίωσέ μας κι αυτό το Σάββατο (το ευλογημένο, της Αναστάσεως) να γευτούμε τη θεία σου ευλογία, τη δόξα και τη λαμπρότητά σου.
Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον, τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου, σὺν Νικοδήμῳ, καὶ θεωρήσας νεκρὸν γυμνὸν ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν· Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετο, καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο, καὶ διερρήγνυτο ναοῦ τὸ καταπέτασμα· ἀλλ’ ἰδοὺ νῦν βλέπω σε, δι’ ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον· πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω, τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα; ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω, τῇ σῇ ἐξόδῳ Οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τὰ Πάθη σου, ὑμνολογῶ καὶ τὴν Ταφήν σου, σὺν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι.
«Εσένα που ντύθηκες σαν ρούχο το φως, καθώς σε κατέβαζε από το ξύλο του σταυρού ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο και σε αντίκρυσε γυμνό και άταφο, άρχισε με οδύνη να σου απευθύνει συμπαθητικό μοιρολόγι: Αλίμονο, γλυκύτατε Ιησού, που πριν από λίγο όταν σε είδε ο ήλιος κρεμασμένο στο σταυρό σκοτείνιασε και η γη από το φόβο της σείσθηκε και το καταπέτασμα του ναού σχίσθηκε στη μέση! Αλλά τώρα εγώ σε βλέπω με τη θέλησή σου για χάρη μου να δέχεσαι τον θάνατο. Πώς να σε κηδέψω Θεέ μου; Πώς να σε τυλίξω με τα νεκρικά σεντόνια, με ποια χέρια να ακουμπήσω το αμόλυντο σώμα σου; Ποια άσματα να ψάλω στο ξόδι σου, Οικτίρμον; Μεγαλύνω τα πάθη σου, υμνολογώ την ταφή σου μαζί με την Ανάστασή σου και κραυγάζω: Κύριε, δόξα σε σένα!».