Δ’
Επιστροφή στο σπίτι
Ό π. Ιουστίνος αποφυλακίστηκε από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Ρεπρτανα στις 14 Μαΐου 1964 μετά από 16 ολόκληρα χρόνια κρατήσεως. Έφυγε αφήνοντας πίσω του τους εν Χριστώ αδελφούς του κι αυτό τον γέμιζε θλίψη. Πήγαινε σ’ έναν άγνωστο και ξένο κόσμο περνώντας μπροστά από τούς φύλακες, οι οποίοι ήταν γεμάτοι θυμό και μίσος για την αποφυλάκισή του. Είχε όμως μάθει μέσα στη φυλακή, ότι ό νικητής δεν είναι αυτός πού νικάει άλλα αυτός πού ξέρει να υπομένει.
Σωματικά εξουθενωμένος αλλά πνευματικά αναγεννημένος ο π. Ιουστίνος, φέροντας τά σημάδια τών δοκιμασιών πού υπομονετικά βάσταξε, επιθυμούσε να γνωρίσει τον γέροντα Παΐσιο OLARU. Περίμενε δύο μέρες έξω από το κελί γέροντος για να εξομολογηθή. Για τά επόμενα 8 χρόνια στεκόταν κάτω από την πνευματική του καθοδήγηση.Ο π. Ιουστίνος επέστρεψε στον τόπο της νεότητάς του, στο μοναστήρι durau, το όποιο είχε κλείσει με διάταγμα της κυβερνήσεως. Όλες οι εκκλησίες της περιοχής είχαν ανατιναχθεί το 1949 και τά συντρίμμια τους βρίσκονταν τώρα στο πάτο της λίμνης. Αυτό το θέαμα στενοχώρησε τόσο πολύ τον π. Ιουστίνο, πού η καρδιά του πονούσε για μία βδομάδα.
Μιας και δεν είχε τόπο να μείνει, εφ’ όσον οι πρώην πολιτικοί κρατούμενοι δεν επιτρεπόταν να μείνουν σε μοναστήρι, έμεινε στο πατρικό του σπίτι. Όλα αυτά τά χρόνια εξορίας του η μητέρα του τον περίμενε, κι όταν επέστρεψε δεν τον αναγνώρισε τόσο πού είχε αλλάξει. Λίγες ώρες μετά, η μητέρα του, πού με τις προσευχές της τον είχε στηρίξει μέσα στη φυλακή, αναπαύτηκε εν Κυρίω Η Σεκιουριτά τον ακολουθούσε για 4 μήνες μετά την φυλάκισί του, όπου κι αν πήγαινε. Ακόμα, είχαν κρυμμένο μαγνητόφωνο μέσα στο σπίτι του. Ένα βράδυ ο π. Ιουστίνος μέσα στην απελπισία του γι’ αυτή τη στενή παρακολούθηση, τούς είπε με θάρρος• «Αφήστε μέ ήσυχο! Κοιτάξτε τη δουλειά σας. “Αν έχετε κάποιο νέο ένταλμα συλλήψεως, συλλάβετέ με. Αν όχι, αφήστε με ήσυχο γιατί αυτό κάνετε είναι απαράδεκτο». Μετά απ’ αυτό το επεισόδιο τον άφησαν, δεν τον ξαναενόχλησαν φανερά,
Κατακουρασμένος από όσα είχε περάσει, ποθούσε να επιτρέψει στη μοναχική του ζωή. Έπρεπε όμως να περιμένει δύο χρόνια γι’ αυτό. Στο μεταξύ, δούλευε ως εργάτης τά Σαββατοκύριακα στο μοναστήρι SECU, κάτι το οποίο Βοήθησε, γιατί ήταν μέσα σε μοναστήρι και μπορούσε συμμετέχει στις θείες λειτουργίες.
Επιστροφή στη μοναχική ζωή
Φτάσαμε στο 1966. Ό ηγούμενος τού μοναστηριού παρατήρησε την υπακοή, την ακεραιότητα τού χαρακτήρα τη μελωδική φωνή του π. Ιουστίνου και ζήτησε από τον μητροπολίτη να τού επιτρέψει να γυρίσει στα μοναχικά ιερατικά του καθήκοντα. Έτσι, μέ την ευλογία του π. ΖΑΧΑΡΙΑ CYPRIANκαι την άδεια του πράκτορα των Σεκιουριτά ο π. Ιουστίνος προσχώρησε στην αδελφότητα του secoy 8 χρόνια είχε το διακόνημα να περιποιέται τις κυψέλες και να ψήνει ψωμί – ένα δύσκολο διακόνημα μιας κι γίνονταν μέ τά χέρια.
Οι Σεκιουριτά συνέχιζαν να κλείνουν μοναστήρια, να επιβλέπουν τά πάντα, έτσι ώστε κανείς να μη μπορεί να μιλήσει ελεύθερα. Κάθε κίνηση, κάθε λέξι, όλα ήταν υπό παρακολούθηση.Μόνο οι σκέψεις παρέμεναν ανεξέλεγκτες. Το 1974 ο π. Ιουστίνος εξαναγκάστηκε να μεταφερθεί στο μοναστήρι ΒΙΣΤΡΙΤΑ. Το 1976 παίρνει άδεια να εκπληρώσει το παιδικό του όνειρο να επισκεφθή το Άγιον Όρος, και έμεινε για δύο μήνες. Κατά τη διάρκεια της επισκέψεως του ο π. Ιουστίνος νοστάλγησε την πατρίδα του, αν και ήξερε ότι οι αρχές θα συνέχιζαν να τον κατασκοπεύουν. Όσο καιρό έλειπε στο Άγιον Όρος συνέχισαν την κατασκοπεία γιατί είχαν βάλει κρυφά ένα μικροσκοπικό μικρόφωνο στο παλτό του. Παρ’ όλα αυτά εκείνος ήθελε να γυρίσει πίσω τόπο πού τον κατεδίωκαν και τον παρακολουθούσαν. Μέ το πού επέστρεψε στο Βουκουρέστι, παρέμεινε στα γραφεία της κυβερνήσεως δύο μέρες για ανάκριση και μετά στάλθηκε πίσω στο BISTRITA μοναστήρι, όπου και έμεινε μέχρι την πτώση τού κομμουνισμού το 1989. Εκεί ο π. Ιουστίνος αφιέρωσε τη ζωή του στην καθοδήγηση τών ανθρώπων πού έρχονταν να τον δουν. Υπομονετικά βοηθούσε τούς πάντες, ακόμα κι όσους έρχονταν από την Σεκιουριτά να εξομολογηθούν κρυφά, να βαπτιστούν κρυφά, να παντρευτούν ή να κοινωνήσουν κρυφά. Έγινε γνωστός σ’ όλο τον Ορθόδοξο κόσμο ως ο καλός ποιμένας των ψυχών και ο διδάσκαλος- ένας άνθρωπος θυσίας. Έλεγε ο ίδιος• Όσο πιο πολύ αγαπάς, τόσο περισσότερο θυσιάζεις τον εαυτό σου.
Επειδή είχε υποφέρει πολύ στη ζωή του, έβαζε τις ανάγκες και τις θλίψεις των ανθρώπων πάνω από τη δική του άνεση, απομόνωση, μοναχικό κανόνα και λειτουργική ζωή. Προσπαθούσε να τούς βοηθήσει όλους, ενσταλάζοντας στις ψυχές τους την ελπίδα και τη χαρά.
Η εμπειρία του ως πνευματικού πατέρα είχε τέτοια επίδραση μέσα του, πού έλεγε: Πρέπει ν’ αγαπάς και να καταλαβαίνεις κάποιον, να είσαι εκεί δίπλα του όταν θλίβεται, να μοιράζεσαι τον πόνο του. Όταν τελειώνω τη Θεία λειτουργία, δεν πηγαίνω να φάω ή να κλειστώ στο κελί μου, αλλά πάω να χαιρετίσω τούς ανθρώπους. Έτσι πρέπει να ξεκινήσουμε, μέ θυσία. Συνέχιζε λέγοντας: Εάν νοιάζεσαι για τις θλίψεις των ανθρώπων, ό Θεός θα δώσει στο μοναστήρι σου όλα τά υλικά αγαθά μέσω τών ανθρώπων. Ένας πνευματικός πατέρας πρέπει να ’ναι άγρυπνος, να προετοιμάζεται για τον αόρατο πόλεμο και να μην καταλαμβάνεται ο νους του από την ταραχή τών βιοτικών μεριμνών.
Ο π. Γεώργιος CALCIU, μιλώντας για τον π. Ιουστίνο ως πνευματικό πατέρα, έλεγε ότι είναι ένας χαρισματικός πνευματικός, πού κάνει τά πνευματικά του παιδιά να λάμπουν μετά την εξομολόγηση. Τά ανακουφίζει από τά βάρη τών αμαρτιών και τά καθοδηγεί χωρίς να καταπιέζει ή να επεμβαίνει στη σκέψη τους. Δεν είναι τόσο ο λόγος του όσο το Πνεύμα το άγιο πού κατοικεί μέσα του, κι αυτό είναι απόρροια της υπομονής πού έκανε στις φυλακές, της αγάπης πού είχε, άλλα και της έμπονης προσευχής του.
Το 1991 ο π. Ιουστίνος επιστρέφει στην PETRUVODA, την πόλι πού γεννήθηκε, μαζί μέ δύο μοναχούς, τον π. Ιγνάτιο και τον π. Καλλίνικο, και ιδρύει ένα νέο μοναστήρι, το οποίο το αφιερώνει στούς αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ήθελε να χτίσει ένα μοναστήρι αφιερωμένο σ’ όσους είχαν επιζήσει στην περιοχή. Αν και αρχικά ήθελε να χτίσει μία σκήτη, τελικά στις 14 Μαΐου του 1991 άρχισε η κατασκευή του καθολικού του μοναστηριού. Η Θεία Πρόνοια επέτρεψε η κατασκευή του ναού να ξεκινήσει ακριβώς την ίδια ημερομηνία πού είχε συλληφθή και αποφυλακισθή, Ι4 Μαΐου!
Όλα τά μοναστήρια, οι σκήτες και οι εκκλησίες, πού έκτισε ό π. Ιουστίνος, έγιναν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, μέ τη βοήθεια και τη συμπαράσταση ακόμη και μικρών παιδιών, αλλά και την οικονομική συνεισφορά πνευματικών του παιδιών, τόσο από τη Ρουμανία όσο και από τη Διασπορά. Το 1992 όλα τά μοναστήρια του άρχισαν να ακολουθούν το τυπικό τού Αγίου Όρους. Τά πνευματικά του παιδιά γνώριζαν από προσωπική εμπειρία την Αγάπη, το θυσιαστικό πνεύμα, την κατανόηση και το ανύστακτο ενδιαφέρον του για όλους. Ι4 μέ Ι8 ώρες ήμερησίως τις δαπανούσε για να ενθαρρύνει τον καθένα ξεχωριστά, να τον ακούη, να τού γιατρεύει τις πληγές, να τον καθοδηγεί και να τον εμπνέει στον πνευματικό του αγώνα. Ήταν άνθρωπος μεγάλης θυσίας. Δεν έλεγε απλώς θεωρίες ήταν κοντά στον καθένα στις θλίψεις του. Ήθελε ο π. Ιουστίνος να οδήγηση τον καθένα στην κάθαρση και στην σωτηρία της ψυχής του μέσω της μετάνοιας. Ό ίδιος συνέχιζε να ζει ασκητικά, να τρώει μόνο μια φορά την ημέρα -αργά το βράδυ—, να κοιμάται μόνο δύο μέ τρεις ώρες ημερησίως, να τέλη συχνά τη Θεία λειτουργία, και να διαβάζει τούς Πατέρες κι ότι άλλο ωφέλιμο.
Κήρυττε μέ όλη τη δύναμη της ψυχής του ενάντια στον οικουμενισμό, τον όποιο θεωρούσε -όπως κι άλλοι πατέρες της εποχής του- ως την πιο φοβερή αίρεση της εποχής μας. Πάντα υπεράσπιζε την αλήθεια λέγοντας ότι η ενότητα της Εκκλησίας είναι έργο του αγίου Πνεύματος και όχι των ανθρώπων. Υποστήριξε την αγιοκατάταξη πολλών Ρουμάνων φυλακισμένων, πιστεύοντας ότι είναι σημαντικό η Εκκλησία να θεσπίσει μια ημέρα μνήμης όλων αυτών τών μαρτύρων.
Η ζωή τού π. Ιουστίνου ήταν σύμφωνη μέ το Ευαγγέλιο, έχοντας πάντοτε μπροστά του ως παράδειγμα τη ζωή τού Χριστού, ο οποίος παίρνοντας πάνω του όλες τις αμαρτίες των ανθρώπων θυσιάστηκε για να μας λύτρωση.
Μέ το παράδειγμά του ο π. Ιουστίνος ενέπνευσε πολλούς ν’ άκολουθήσουν τά βήματά του. Έτσι το μοναστήρι των Αρχαγγέλων έγινε ο τόπος πού συνεχιζόταν η Ορθόδοξη ζωή και η παράδοση των Πατέρων, αλλά και ό τόπος πού ακουγόταν η αλήθεια της Ρουμανικής Ιστορίας.
Κάποιες συμβουλές τού π. Ιουστίνου ήταν οι εξής.
Όταν βλέπουμε τον αδελφό μας να κάνη κάποια αμαρτία, δεν πρέπει να βιαστούμε να του «πετάξουμε την πέτρα», αλλά πρέπει πρώτα να σκεφθούμε ότι εμείς είμαστε ένοχοι για την ίδια αμαρτία, και έτσι αναπαύεις τον αδελφό σου. Αύτη η εργασία είναι πολύ ευάρεστη στο Θεό. Μια πνευματική κατάσταση σε διευκολύνει να δεις μέσα σου την πτώση όλης της ανθρωπότητας• δηλαδή ό καθένας φταίει για όλους και όλοι φταίνε για τον καθένα. Αυτό βοηθάει πολύ τον αδελφό σου. Στο κάτω – κάτω αυτή είναι η αλήθεια.
Είναι πολύ σημαντικό να ξέρουμε πώς να προσευχόμαστε. Πολλές φορές κ’ εμείς οι μοναχοί έχουμε την εντύπωση ότι προσευχόμαστε, αλλά υπάρχει η περίπτωση να κάνουμε ότι κάνουμε μόνο από καθήκον. Πρέπει να επιμένουμε στην εσωτερική εργασία. Όταν δεν ζούμε αυτά πού λέμε στην προσευχή, αυτές οι προσευχές είναι μάταιες. Πρέπει να στραφούμε μέσα στην καρδιά μας, γιατί εκεί εμφωλεύουν όλα τά πάθη μας. Μέχρι τώρα μπορούσαμε να ξεπερνάμε τις καθημερινές μας δυσκολίες κάνοντας κάποια επιφανειακά θρησκευτικά καθήκοντα, αλλά αυτό δεν θα είναι αρκετό για τούς καιρούς πού έρχονται. Αν δεν έχουμε συντετριμμένη καρδιά, δεν θα μπορούμε να αντέξουμε στα ψυχολογικό βασανιστήρια.
Θα έρθει εποχή πού μόνο αυτοί πού έχουν πείρα της χάριτος τού Θεού θα μπορέσουν να διακρίνουν το καλό από το κακό. Θα γίνουν φοβερές προδοσίες, γι’ ’ αυτό προσευχηθείτε, προσευχηθείτε, για να μην πέσετε στην παγίδα της προδοσίας.
Ή ευχή παραμένει το προπύργιο της Εκκλησίας και του κάθε Χριστιανού. Δεν είναι υποχρέωση μόνο τών μοναχών αλλά όλων τών Χριστιανών. Αύτη σε βοηθάει να στραφείς μέσα σου και να ζητήσης το έλεος του Θεού. Η χάρις θα έρθει ανάλογα μέ τον κόπο πού θα βάλουμε.
Αργότερα άρχισε να δέχεται στο μοναστήρι ανθρώπους μέ σωματικές και ψυχικές ασθένειες. Ήξερε ότι αυτό θα εμπόδιζε την ειρήνη της μονής, αλλά το ανέλαβαν ως άσκηση υπομονής για την αδελφότητα. Πολλοί απ’ αυτούς θεραπεύτηκαν διά μέσου τών μυστηρίων της Εκκλησίας.
Το 1999 Ιδρύει την γυναικεία μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο PALTIN, η οποία απέκτησε γηροκομείο, ορφανοτροφείο, εργαστήριο για φυσικά θεραπευτικά φάρμακα, νοσοκομείο, εκδοτικό οίκο. Είναι τώρα η μεγαλύτερη μονή της Ρουμανίας μέ Ι50 μοναχές.
(στο επόμενο ή κοίμηση του)
[από το περιοδικό ORTHODOXWORD, τ. 292/Σεπτ.-Όκτ.
2013, μετάφρασηςΙ. μονή Άγ. Αυγουστίνου Φλωρίνης]