«Καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν» (Ματθ. 8,32)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, διηγεῖται δύο θαύματα· τὸ ἕνα εἶνε σωτηρία, τὸ ἄλλο εἶνε καταστροφή. Στὸ ἕνα θαῦμα βλέπουμε τὴ δύναμι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸ ἄλλο βλέπουμε τὴ δύναμι ποὺ ἔχει καὶ ὁ σατανᾶς· στὸ ἕνα βλέπουμε τὴν ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου, στὸ ἄλλο βλέπουμε τὴ μοχθηρία καὶ κακουργία τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ἀλλ᾽ ἂς δοῦμε ἀπὸ κοντὰ τὰ δύο θαύματα, ποὺ ἔγιναν τὸ ἕνα μὲ τὴν εὐδοκίᾳ καὶ τὸ ἄλλο μὲ τὴν παραχώρησι τοῦ Θεοῦ.
* * *
Τὸ ἕνα θαῦμα. Δύο λύκοι ἔγιναν ἀρνιά. Δυὸ λύκοι ἀρνιά; Αὐτὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα.
Λύκοι; Χειρότεροι ἀπὸ τοὺς λύκους. Διότι τὸ ἀγριώτερο θηρίο στὸν κόσμο εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν βαδίζει σύμφωνα μὲ τὸ λογικό, μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ συνείδησί του, αὐτὸς ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες, αὐτὸς ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τὸ πονηρό, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶνε θηρίο, ἀγριώτερος ἀπὸ τὰ θηρία. Μοῦ ἔλεγε πρὸ ἡμερῶν στὴ Φλώρινα μιὰ γυναίκα·
–Ὅταν βραδιάζῃ κι ἀκούω νά ᾽ρχεται ὁ ἄντρας μου στὸ σπίτι, τρέμω σὰν τὸ φύλλο· εἶνε χειρότερος ἀπὸ θηρίο… Κι ἄκουσα πάλι ἕναν ἄντρα νὰ μοῦ λέῃ·
–Ὅταν ἡ γυναίκα μου στὸ σπίτι ἀνοίξῃ τὴ γλῶσσα της!…, προτιμῶ νά ᾽μαι στὴν ἔρημο νὰ ζῶ μὲ τὰ θεριά, παρὰ σὲ σπίτι μὲ γυναῖκα τόσο γλωσσοῦ (πρβλ. Παρ. 21,19).
Θηρίο ὁ ἄνθρωπος. Κι ἂν ἄλλοι βρίσκωνται σὲ κάποιο ποσοστὸ ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος, οἱ δύο ἄνθρωποι τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ἦταν ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ὁ νοῦς τους ἐκυριαρχεῖτο ἀπὸ σκέψεις σκοτεινές, ἡ θέλησί τους εἶχε παραλύσει, ἡ ὕπαρξί τους εἶχε ἐκμηδενιστῆ. Ἦταν τρόπον τινὰ ρομπὸτ τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Τὸ πρόσωπό τους εἶχε ἀγριέψει, τὰ μάτια τους ἔβγαζαν φωτιές, οἱ φωνές τους ἔφερναν τρόμο. Εἶχαν ἀποκτήσει τεράστια δύναμι. Δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ μέρος τους· ἅρπαζαν λιθάρια καὶ τὸν πετροβολοῦσαν. Τοὺς ἔπιαναν, τοὺς ἔδεναν μὲ ἁλυσίδες, κι αὐτοὶ τὶς ἔσπαζαν σὰν νά ᾽ταν κλωστές. Κοντὰ στὰ ἄλλα δαιμόνια ποὺ τοὺς βασάνιζαν (τῆς κακίας, τῆς μοχθηρίας, τῆς ἐκδικητικότητος), εἶχαν καὶ τὸ δαιμόνιο τοῦ γυμνισμοῦ (ποὺ κυριαρχεῖ σήμερα). Ὁ σατανᾶς τοὺς ἔλεγε· Γδυθῆτε! Κι αὐτοὶ ἔσχιζαν τὰ ῥοῦχα τους κ᾽ ἔτρεχαν ἔξω γυμνοί, ἀδιάντροποι, ξετσίπωτοι. Στὸ σπίτι δὲν ἔμεναν· τὴ νύχτα κοιμόντουσαν στὰ μνήματα, μέσα στὶς ἀκαθαρσίες. Αὐτοὶ ἦταν οἱ δαιμονιζόμενοι· ὡπλισμένοι μὲ δύναμι τοῦ σατανᾶ εἶχαν γίνει οἱ τρομοκράτες τοῦ τόπου.
Νά ὅμως ποὺ κάποιος προχωρεῖ τολμηρὰ καὶ ἀτρόμητα πρὸς τὰ ᾽κεῖ. Ποιός ἀπὸ μᾶς πάει νὰ κοιμηθῇ νύχτα στὰ μνήματα; ποιός τολμᾷ νὰ εἰσχωρήσῃ ἐκεῖ ὅπου παραμονεύουν οἱ δυνάμεις τοῦ πονηροῦ; Ἕνας μόνο, ὁ Χριστός! Μόλις πάτησε στὴν περιοχή τους, οἱ τρομοκράτες δαίμονες ἄρχισαν νὰ τρέμουν. Τὸν παρακαλοῦν. Μὰ ὁ Χριστός, ὅπως ἐσὺ ξερριζώνεις ἕνα τρυφερὸ φυτό, ἢ ὅπως ὁ γιατρὸς ξερριζώνει τὰ σάπια δόντια, ἔτσι ἔδιωξε τὰ δαιμόνια ποὺ φώλιαζαν χρόνια μέσα σ᾽ αὐτοὺς τοὺς ταλαίπωρους. Κι ἀμέσως ἄλλαξαν ὄψι· ξαναβρῆκαν τὸν ἑαυτό τους, ἔγιναν πάλι ἄνθρωποι, καὶ ἥμεροι σὰν ἀρνάκια κάθησαν στὰ πόδια τοῦ καλοῦ ποιμένα, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τὸ ἕνα θαῦμα εἶνε αὐτό· θαῦμα σωτηρίας, θεραπείας τῶν δαιμονιζομένων ποὺ ἔκανε ἡ ἀγαθότης τοῦ Χριστοῦ. Τό ἄλλο; Ἐκεῖ κοντά, σὲ μικρὴ ἀπόστασι, πάνω σὲ μιὰ ῥαχούλα ἦταν ἕνα κοπάδι· κοπάδι ὄχι ἀπὸ πρόβατα ἢ γίδια, ἀλλὰ ἀπὸ ἀκάθαρτα ζῷα, ἀπὸ χοίρους. Ἦταν πολλοί, δυὸ χιλιάδες κεφάλια. Ἔβοσκαν ἥσυχα τρώγοντας βελανίδια. Μὰ ξαφνικὰ ἀρχίζουν νὰ γρυλίζουν, νὰ σκούζουν, νὰ κινοῦνται ἄτακτα, νὰ ταράζουν τὸν τόπο. Οἱ βοσκοί τους πῆγαν νὰ τὰ συγκρατήσουν, μὰ ἦταν ἀδύνατον. Ἄρχισαν νὰ τρέχουν μὲ ὁρμή, ἀνέβηκαν σ᾽ ἕνα γκρεμὸ πάνω ἀπ᾽ τὰ βαθειὰ νερὰ τῆς λίμνης, κι ἀπὸ ᾽κεῖ ἔπεσαν ὅλα μέσα στὰ νερὰ καὶ πνίγηκαν. Δὲν ἔμεινε οὔτε ἕνα ζωντανό! Σὲ λίγο τὰ πτώματά τους ἐπέπλεαν τυμπανιαῖα. Οἱ βοσκοὶ πῆγαν στὴν πόλι καὶ εἶπαν τὰ καθέκαστα.
Μὰ τί συνέβη, τί ἔπαθαν τὰ ζῷα; Τί ἔπαθαν! Ὤ, εἶνε τυφλὸς ὅποιος νομίζει ὅτι ὑπάρχει μόνο ὅ,τι βλέπει. Ὑπάρχουν κι ἄλλα, ἀόρατα. Τί συνέβη λοιπόν; Ὅπως οἱ δύο ἄνθρωποι ἦταν ὑποχείρια τῶν δαιμόνων, ἔτσι ἔγιναν τὰ ζῷα. Ἦταν ὥρα τοῦ δαιμονίου – ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ. Οἱ δαίμονες, ποὺ εἶχαν φωλιάσει στοὺς δυὸ ἀνθρώπους, πῆγαν τώρα μέσα στὰ ζῷα.
Πῶς πῆγαν; Κατὰ παραχώρησιν τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ὁ σατανᾶς δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ τίποτα χωρὶς ἄδεια. Ζήτησαν ἄδεια, καὶ τοὺς ἄφησε.
Μὰ γιατί πῆγαν; θὰ πῆτε. Ἐδῶ χρειάζεται ἐξήγησι. Ὁ Κύριος ἔχει πάντα καλωσύνη. Δύο μόνο θαύματα καταστροφῆς ἔκανε· τὸ ἕνα εἶνε ὅταν τὴ Μεγάλη Δευτέρα τὸ βράδυ ξήρανε τὴν ἄκαρπη συκιὰ λέγοντας «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ματθ. 21,19), καὶ τὸ ἄλλο αὐτὸ ποὺ ἔκανε σ᾽ αὐτὰ τὰ ζῷα.
Γιατί τὸ ἐπέτρεψε νὰ γίνῃ; Ἐμένα ῥωτᾶτε; ἀνοῖξτε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, νὰ δῆτε τὸ λόγο. Τὸ κοπάδι αὐτὸ τῶν δύο χιλιάδων χοίρων ἦταν μιὰ σεβαστὴ περιουσία, ἀλλὰ παράνομη! Οἱ Ἑβραῖοι, σύμφωνα μὲ τὸ μωσαϊκὸ νόμο καὶ τὶς διατάξεις τῆς θρησκείας τους (βλ. Λευϊτ. 11,4-7. Δευτ. 14,7-8), δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ τρῶνε κρέας χοιρινό· συνεπῶς δὲν ἔπρεπε νὰ τρέφουν χοίρους. Καί μέχρι σήμερα οἱ μουσουλμᾶνοι, ἐπειδὴ τὸ Κοράνιό τους εἶνε ἀρκετὰ ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, δὲν τρῶνε χοιρινὸ κρέας. (Ἂν κάποιος ἀπὸ σᾶς ἔκανε στρατιώτης στὴ Θρᾴκη, ὅπου ζοῦν καὶ οἱ Πομάκοι ποὺ εἶνε μουσουλμᾶνοι, θὰ ξέρῃ ὅτι αὐτοί, ὅταν σκοτώνουν ἀγριογούρουνα, δὲν τὰ τρῶνε ἀλλὰ τὰ παραδίδουν στοὺς δικούς μας λόχους γιὰ τοὺς ἀκρῖτες). Οἱ χοῖροι αὐτοὶ λοιπὸν ἦταν παράνομο ἐμπόριο. Καὶ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε δεῖγμα τιμωρίας ἑνὸς παρανόμου κέρδους.
Μὴ θαυμάζετε ὅσους πλουτίζουν μὲ παρανομίες. Ἀπὸ τὶς 1.000 ἐπιχειρήσεις οἱ 999 ἔχουν συνέταιρο τὸν διάβολο· ἔχει κι αὐτὸς μετοχές. Οἱ πολυκατοικίες, τὰ ἐργοστάσια, τὰ βαπόρια, τὰ μεγάλα καταστήματά τους εἶνε διαβολομαζώματα· κι ὅπως λέει ὁ λαός, «τὰ διαβολομαζώματα γίνονται ἀνεμοσκορπίσματα». Γι᾽ αὐτὸ προτιμότερο φτωχὸς μὲ τὸ Χριστό παρὰ ἑκατομμυριοῦχος μὲ τὸ διάβολο. Αὐτὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο ὄχι γιὰ «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» ἀλλὰ γιὰ σήμερα. Ἔχει μεγάλη σημασία τὸ εὐαγγέλιο τόσο μὲ τὴ θεραπεία τῶν δαιμονιζομένων ὅσο καὶ μὲ τὴν καταστροφὴ τῆς ἀγέλης.
* * *
Ἐγὼ δὲν ἀπορῶ, ἀγαπητοί μου, γιατί τόσα γουρούνια πῆγαν ξαφνικὰ στὸ γκρεμό· ζῷα ἦταν, τὰ κέντησε ὁ διάβολος, χάθηκαν. Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω πῶς μιὰ ἄλλη ἀγέλη, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους, πέφτει στὸ γκρεμό!
Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, ἐκεῖ ποὺ κάθονται ἥσυχα, ξαφνικὰ ποιός τοὺς γαργαλάει, ξεσηκώνονται, προκαλοῦν, παρενοχλοῦν καὶ τέλος ἀφήνουν τὶς δουλειές, ὁπλίζονται, ὁρμοῦν ὁ ἕνας κατὰ τοῦ ἄλλου, καὶ τότε χάνεται στὸ γκρεμὸ τὸ ἐκλεκτότερο μέρος τῆς ἀνθρωπότητος, οἱ νέοι. Ποιός εἶνε ὁ γκρεμός; Ὁ πόλεμος! Ἕνας γκρεμὸς ἦταν ὁ πρῶτος παγκόσμιος πόλεμος, ἄλλος γκρεμὸς ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, μὲ ἑκατομμύρια νεκροὺς καὶ τραυματίες, χῆρες καὶ ὀρφανά. Καὶ τώρα χάσκει μπροστά τους χειρότερος, τρίτος γκρεμός, ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ, ποὺ θ᾽ ἀφήσῃ τὰ πτώματα τυμπανιαῖα ὄχι σὲ νερὰ ἀλλὰ σὲ πυρηνικὴ ἐνέργεια. Ἐκεῖ ὁδηγεῖ τὸ πονηρὸ πνεῦμα τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατήντησαν ἀγέλη δαιμονοπλήκτων.
Κρίμα στὰ πανεπιστήμια, στὶς ἀκαδημίες, στὰ καράβια, στὰ διαστημόπλοια, στοὺς πυραύλους. Τὰ δαιμόνια τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιλαργυρίας καὶ τοῦ σέξ, (ὁ «οἶστρος ἀκολασίας» Μ. Τετ. δοξ. ἀποστ. αἴν.) ἐλαύνουν σήμερα τὴν ἀγέλη, τὴν κάνουν νὰ τρέχῃ σὰν τὰ ἄλογα ζῷα. Τὸ εἶπε ὁ Δαυΐδ· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Τί εἶνε ὁ κόσμος μὲ …τὶς γραβάτες καὶ τὶς τηλεοράσεις, τὶς ἐπιστῆμες καὶ ἐφευρέσεις; μιὰ ἀγέλη εἶνε. Ἔχουν μορφὴ ἀνθρώπου, ἀλλὰ συμπεριφέρονται σὰν κτήνη.
Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔρχονται στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ κατὰ ἀγέλες τραβοῦν ἄλλοι ἡμίγυμνοι στὴ θάλασσα γιὰ μπάνια, ἄλλοι στὸ βουνὸ καὶ τὰ δάση, ἄλλοι βγαίνουν ἀπὸ τὰ μαντριὰ τοῦ διαβόλου (νυχτερινὰ κέντρα, κινηματογράφους, γήπεδα, καζίνα…). Μὲ τὸ φανάρι τοῦ Διογένους «ἄνθρωπον ζητῶ».
Τί θὰ γίνῃ, ἀδέρφια μου; Προτοῦ ἡ ἀγέλη φτάσῃ στὸ γκρεμό, ἂς πέσουμε στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου, νὰ διώξῃ ἀπὸ μέσα μας τὰ δαιμόνια, νὰ γίνουμε πάλι ἄνθρωποι, δοξάζοντες καὶ ὑμνοῦντες καὶ αἰνοῦντες εἰς αἰῶνας αἰώνων τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀντωνίου Ἄνω Πατησίων – Ἀθηνῶν τὴν 11-7-1971 πρωί, μὲ δοθέντα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 16-6-2021.