Αποτελεί μεγάλο δώρο του Θεού για το Ελληνικό Έθνος ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο μόνος ισαπόστολος και εθναπόστολος, εθνομάρτυρας και οσιομάρτυρας, θαυματουργός και προφήτης, μέγας διδάσκαλος και φωτιστής του υπόδουλου Γένους.
Ο Πατροκοσμάς συγκέντρωνε το σύνολο σχεδόν των μεγάλων του Θεού χαρισμάτων. Παρόλα αυτά ήταν πάντοτε ταπεινός, ταπεινότερος όλων, για τον λόγο αυτό και ο μεγαλύτερος των μεγαλυτέρων.
Έλεγε ο Άγιος στα κηρύγματα του, αποκαλύπτοντας την ταπείνωσή του: « καὶ ἐγὼ ἀδελφοί μου, ποὺ ἠξιώθην καὶ ἐστάθηκα εἰς αὐτὸν τὸν ἅγιον τόπον τὸν ἀποστολικὸν διὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν τοῦ Χριστοῦ μας, ὄχι μόνον δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σᾶς διδάξω, ἀλλὰ μήτε τὰ ποδάρια σας νὰ φιλήσω. Διότι ὁ καθένας ἀπὸ λόγου σας εἶνε τιμιώτερος ἀπ᾿ ὅλον τὸν κόσμον».
Εκείνο όμως που τον χαρακτηρίζει περισσότερο απ΄ όλα τα χαρίσματα, είναι αδιαμφισβήτητα η περίσσεια του αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο, η οποία τον παρακίνησε να σώσει το Γένος, που ζούσε στην αμάθεια και την άγνοια, υπό τον βάρβαρο οθωμανικό ζυγό.
Εάν προσπαθήσουμε στην παγκόσμια ιστορία να βρούμε έναν δεύτερο Απόστολο Παύλο, αδιαμφισβήτητα θα τον βρούμε στο πρόσωπο του αγίου Πατροκοσμά. Στα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας, που «όλα τα ΄σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», η βεβαιότητα πως ο παντοδύναμος και πολυεύσπλαχνος Θεός ευλογούσε τον αγώνα του, τον όπλιζε με θάρρος και δύναμη, που δεν μπορεί να μετρηθεί με ανθρώπινα μέτρα. Αγωνίστηκε σκληρά, πάλεψε με ορατούς και αόρατους εχθρούς και βγήκε νικητής και τροπαιοφόρος.
Γεννήθηκε στο χωριό Ταξιάρχης της επαρχίας Αποκούρου, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Μεγάλο Δένδρο Ναυπακτίας (Αιτωλίας), περί το 1714, από γονείς ευσεβείς. Αφού έλαβε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του, μετέβη για ανώτερη μόρφωση στην Αθωνιάδα Ακαδημία, όπου είχε για δασκάλους τον Παναγιώτη Παλαμά, τον Νικόλαο Τζαρτζούλιο και τον Ευγένιο Βούλγαρη. Αναφέρεται επίσης να μαθήτεψε στη Σιγδίτσα Παρνασίδος, κοντά στον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα, και στο Ελληνομουσείο της Αγίας Παρασκευής Γούβας Αγράφων. Δίδαξε στο σχολείο Λομποτινάς Ταξιάρχη και στα σχολεία των γύρω χωριών.
Ονομαζόταν αρχικά Κωνσταντίνος και το 1759 εκάρη μοναχός στη μονή Φιλοθέου, ονομασθής Κοσμάς «και εις τους πόνους της μοναχικής ζωής εχώρησε προθυμότατα».Κατόπιν χειροτονήθηκε ιερεύς και χρημάτισε εφημέριος της μονής του. Η φλόγα όμως που καθημερινά έκαιγε στην ταπεινή του καρδιά, για τη διάδοση του Ευαγγελίου στους υπόδουλους αδελφούς του, τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, αφού πριν είχε ασκηθεί επί δεκαεπτά έτη, όπως λέγει ο ίδιος σε μία διδαχή του, στο Άγιον Όρος. Ζήτησε την ευλογία του πατριάρχη Σεραφείμ Β’ και τις συμβουλές του αδελφού του δασκάλου Χρύσανθου. Έλαβε θεϊκή πληροφορία για το έργο του και την προς τούτο ευλογία έμπειρων Αγιορειτών Γερόντων. Έτσι άρχισε τη μεγάλη κι εθνοσωτήρια ιεραποστολική του δράση.
Ο Πατροκοσμάς περιόδευσε επί 20 ολόκληρα χρόνια (1760-1779), πραγματοποιώντας όπως και ο Απόστολος Παύλος, τέσσερις ιεραποστολικές περιοδείες. Όργωσε κυριολεκτικά την Ελλάδα πραγματώνοντας ένα εθνοσωτήριο, ασύλληπτο σε αξία έργο. Αρχικά κήρυξε στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια μετέβη στην Αιτωλοακαρνανία. Με νέα άδεια περιήλθε τα Δωδεκάνησα και το Άγιο Όρος. Ακολούθως περιόδευσε σε Θεσσαλονίκη, Βέροια, σε ολόκληρη τη Μακεδονία, έφθασε στη Χειμάρα, επέστρεψε στη Νότιο Ήπειρο και από εκεί κατέληξε στη Λευκάδα και την Κεφαλληνία. Πήγε ακόμη στη Ζάκυνθο, Κέρκυρα και ξανά στη Βόρειο Ήπειρο.
Γνωρίζοντας τις ανάγκες, τις αγωνίες, τις λαχτάρες, τον φόβο του δυνάστη και τον πόθο της λευτεριάς, με τη χάρη και τη σοφία του Θεού και όχι με επιτηδευμένη ρητορεία, συγκινούσε και πυράκτωνε την καρδιά του σκλαβωμένου λαού, στον οποίο η επίδρασή του ήταν τεράστια.
Πλήθη λαού συγκεντρώνονταν για να ακούσουν τον θεόπνευστο ιεροκήρυκα. Επειδή καμμία εκκλησία δεν τους χωρούσε, αναγκαζόταν να κηρύττει στην ύπαιθρο, στήνοντας έναν σταιυρό και ανεβαίνοντας σε ένα σκαμνί, γιατί ήταν κοντός. Οι μαθητές του κρατούσαν σημειώσεις και έτσι έχουμε σήμερα τις διδαχές του. Στην περιοχή της σημερινής Αλβανίας το κήρυγμά του έδωσε πολλούς καρπούς: «τους αγρίους ημέρωσε, τους ληστάς κατεπράϋνε, τους άσπλάγχνους και ανελεήμονας έδειξεν ελεήμονας, τους ανευλαβείς, έκαμεν ευλαβείς, τους αμαθείς, και αγροίκους εις τα θεία, εμαθήτευσε, και τους έκαμε να συντρέχουν εις τας ιεράς Ακολουθίας, και όλους απλώς τους αμαρτωλούς, έφερεν εις μεγάλην μετάνοιαν, και διόρθωσιν ώστε οπού έλεγον όλοι, ότι εις τους καιρούς των εφάνη ένας νέος Απόστολος».
Η μελέτη των καταγεγραμμένων Διδαχών του είναι νάμα πνευματικό, πηγή σωτηρίας για κάθε εποχή. Η 4η Διδαχή του, φανερώνει τη δύναμη του λόγου του: «κἂν ἡ γῆ νὰ ἀνεβῆ ἐπάνω, κἂν ὅλος ὁ κόσμος νὰ χαλάση, σήμερον, αὔριον, νὰ μὴ σᾶς μέλλη τί ἔχει νὰ κάμη ὁ Θεός. Τὸ κορμί σας ἂς τὸ καύσουν, ἂς τὸ τηγανίσουν· τὰ πράγματά σας ἂς σᾶς τὰ πάρουν· μὴ σᾶς μέλλει· δώσατέ τα· δὲν εἶνε ἰδικά σας. Ψυχὴ καὶ Χριστὸς σᾶς χρειάζονται. Αὐτὰ τὰ δυὸ ὅλος ὁ κόσμος νὰ πέση, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σᾶς τὰ πάρη, ἐκτὸς καὶ τὰ δώσετε μὲ τὸ θέλημά σας. Αὐτὰ τὰ δυὸ νὰ τὰ φυλάγετε, νὰ μὴ τὰ χάσετε.»
Δίδαξε και επεξήγησε το σύνολο σχεδόν του Ευαγγελικού Λόγου, όμως μίλησε και προφήτευσε και για την πορεία του Ελληνισμού μέχρι τις έσχατες μέρες μας, μίλησε και για τη σωτηρία μας, δείχνοντας μας τον ουράνιο προορισμό μας, τον οποίο όλοι μας μπορούμε να απολαύσουμε αν ακολουθήσουμε τις πατρικές του συμβουλές. Είπε σχεδόν 260 χρόνια πριν, πως θα μας δώσουν πολλά, πάρα πολλά χρήματα για να μας απομακρύνουν από τον Θεό και όταν αυτό το πετύχουν, τότε θα ζητήσουν να τα πάρουν πίσω αφήνοντας μας φτωχούς, μόνους και ανυπεράσπιστους.
Μίλησε για τα δεινά της εποχή μας, όμως φρόντισε ταυτόχρονα να ενισχύσει το φρόνημα μας, λέγοντας, πως ο Θεός έχει διαφορετικό σχέδιο από το σχέδιο των κοσμοεξουσιαστών για εμάς, δίχως εμείς να το αξίζουμε. Ο Θεός ζητά από εμάς μόνο τη μετάνοια μας, να αλλάξουμε ρώτα, να απαρνηθούμε την επίπλαστη ευημερία, να αρνηθούμε να ξεπουλήσουμε τα τιμημένα πρωτοτόκια με τα φράγκικα ξυλοκέρατα που τρώνε τα γουρούνια και να ζητήσουμε να επιστρέψουμε στο σπίτι του Πατέρα μας.
Τά κηρύγματα του συνόδευαν θαύματα και προφητείες. Οι καταπληκτικές προφητείες του αναφέρονται στην απελευθέρωση του Γένους, στο μέλλον προσώπων, πόλεων και της ανθρωπότητος και στις εφευρέσεις της επιστήμης. Πολλές από αυτές εκπληρώθηκαν με πιστή ακρίβεια.
Παντού ίδρυε εκκλησίες και σχολεία και με πάθος ενδιαφερόταν για τη μόρφωση των υποδούλων. Τους πλουσίους έβαζε ν’ αγοράζουν κολυμβήθρες για τις βαπτίσεις των χριστιανών, βιβλία, σταυρούς και κομποσχοίνια, που τα μοίραζε στους πιστούς ως ευλογία.
Το έργο του ενόχλησε πολλούς και δημιούργησε εχθρούς. Ο ίδιος έγραψε σε μια επιστολή: «Δέκα χιλιάδες χριστιανοί με αγαπώσι και ένας με μισεί. Χίλιοι Τούρκοι με αγαπώσι και ένας όχι τόσο. Χιλιάδες εβραίοι θέλουν τον θάνατόν μου και ένας όχι».
Όπως φαίνεται, κυριότερος εχθρός του ήταν οι εβραίοι, των οποίων το μίσος για τον άγιο Πατροκοσμά είναι άσβεστο μέχρι σήμερα. Η Άρτα, η Πρέβεζα, η Κεφαλλονιά και τα Ιωάννινα είχαν πολλούς εβραίους, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τους χριστιανούς. Ο Κοσμάς με το κήρυγμά του νουθετούσε τους χριστιανούς να μη συναναστρέφονται τους εβραίους, ούτε να συναλλάσσονται μαζί τους. Τους καυτηρίαζε και τους κατέκρινε. Όταν, μάλιστα, είδε ορισμένους χριστιανούς να αφήνουν τον εκκλησιασμό για να πάνε στο παζάρι, συρρέοντας από κάθε χωριό, τους έπεισε να το μεταθέσουν από Κυριακή σε Σάββατο, γεγονός το οποίο προκάλεσε αγανάκτηση στους εβραίους γιατί ζημιώθηκαν οικονομικά και προκάλεσε τη θυελλώδη αντίδρασή τους.
O Άγιος όμως είχε πλέον ολοκληρώσει το έργο του και επιθυμούσε με πόθο το μαρτύριο αυτό που ήταν το θέλημα του σε όλη του τη ζωή. «Τὸν Χριστόν μας λοιπόν, ἀδελφοί μου, πιστεύω, δοξάζω καὶ προσκυνῶ. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ καθαρίσῃ ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν ψυχικὴν καὶ σωματικήν. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ δυναμώση νὰ νικήσω τοὺς τρεῖς ἐχθρούς: Τὸν κόσμον, τὴν σάρκα καὶ τὸν διάβολον. Τὸν Χριστόν μας παρακαλῶ νὰ μὲ ἀξιώσῃ νὰ χύσω καὶ ἐγὼ τὸ αἷμα μου διὰ τὴν ἀγάπην του».
Οι εβραίοι καιροφυλακτούσαν και επιδίωκαν να τον σκοτώσουν. Τον κατηγορούσαν ότι ήταν δήθεν όργανο της Ρωσίας και υποκινούσε επανάσταση. Γι αυτόν τον σκοπό προσέφεραν στον Κουρτ Πασά του Βερατίου 25.000 γρόσια, τεράστιο ποσό για την εποχή, για να τον σκοτώσει. Εκείνος έστειλε τον χότζα του με τους έμπιστούς του και τον συνέλαβαν, ενώ κήρυττε στο Κολλικόντασι. Τον κρέμασαν από ένα δέντρο και στη συνέχεια τον έγδυσαν και τον πέταξαν στον Άψο ποταμό το 1779, 24 Αυγούστου, ημέρα Σάββατο. Οι χριστιανοί προσπάθησαν να βρουν το σώμα του, αλλά δεν τα κατάφεραν. Τρεις ημέρες και τρεις νύκτες ήταν το σώμα του Πατροκοσμά στο νερό, όπως ο Ιωνάς στην κοιλιά του κήτους, ακριβώς όσες και ο Κύριος Ιησούς Χριστός «στην καρδιά της γης» (κατά Ματθαίο 12:40) και ο Πατέρας του Γένους μας έλαβε από τον Θεό και αυτήν τη μεγάλη τιμή. Μετά από τρεις ημέρες το ανέσυρε ο εφημέριος του χωριού και το έθαψε στον ναό του.
Το έργο του Πατροκοσμά είναι ανυπολόγιστο. Κατάφερε μέσα στη σκλαβιά, την άγνοια και την ανέχεια των ραγιάδων, να χτίσει 210 ελληνικά σχολεία (γυμνάσια) και να αρχίσουν τη λειτουργία τους άλλα 1.100 κατώτερα (δημοτικά). Να φτιάξει 4.000 κολυμβήθρες με χρήματα πλουσίων ώστε να μπορούν να βαπτίζονται τα πάμφτωχα Ελληνόπουλα της σκλαβωμένης Πατρίδος. Να ελευθερώσει 1.500 χριστιανές παραμάνες από τα παλάτια των πασάδων και των μπέηδων. Να μπολιαστούν με προτροπές του χιλιάδες άγρια δέντρα και να μετατραπούν σε καρποφόρα. Να δοθούν πάνω από 500.000 κομβοσχοίνια και σταυρουδάκια στους χριστιανούς για τη στερέωση και την πνευματική τους ενίσχυση. Να στερεωθούν, να εξομολογηθούν και να επανέλθουν στην ευσέβεια εκατομμύρια άνθρωποι!
Είναι όμως στ΄ αλήθεια περίεργο και παράξενο το γεγονός ότι ο Άγιος Κοσμάς απουσιάζει και είναι άγνωστος στην παιδεία. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία αναφορά στα εγχειρίδια της Ιστορίας και στα σχολικά βιβλία. Έτσι τον αγνοούν οι περισσότεροι Νεοέλληνες. Κάποιος είπε πως «η ιστορία γράφεται απ΄ αυτούς που έχουν την εξουσία και το χρήμα. Ούτε οι σκλάβοι ούτε οι φτωχοί άνθρωποι έγραψαν ποτέ ιστορία. Αυτά που διαβάζουμε ως ιστορία είναι αυτά που κάποιοι αποφάσισαν ότι έπρεπε να διαβάσουμε.» Ίσως όμως αυτό να ήταν το θέλημα του Θεού, ή το θέλημα του ίδιου του Πατροκοσμά. Μπορεί να διάβηκαν δεκαετίες και αιώνες, όπου πολεμήθηκε και συνεχίζει να πολεμάται η μνήμη του από τους αντίδικους, εις μάτην όμως διότι αενάως ζει στις μνήμες των γεροντότερων, τον μαρτυρούν οι σταυροί που έστησε, οι πλαγίες που κήρυξε, οι συνομιλίες του με τους προγόνους μας και ακόμα πιότερο με θεία επέμβαση, όλο και περισσότεροι ευλαβείς Ρωμιοί αισθάνονται το πατρικό του βλέμμα να περιβάλει σαν δίχτυ προστασίας την πατρίδα μας.
Ο αείμνηστος π. Αυγουστίνος Καντιώτης, είπε για τον Άγιο Κοσμά, πως εάν είχαμε γνώση και συναίσθηση του μεγάλου έργου που επιτέλεσε ο ιερομάρτης, εθνομάρτυς και ισαπόστολος για τον Ελληνισμό, αυτή η μέρα του μαρτυρίου του θα είχε οριστεί ως η εθνική μας εορτή, ώστε οι νεώτερες γενιές να στρέφουν τη διάνοια και την καρδιά τους, σε εκείνον που έσωσε το Γένος μας.
«Τώρα καὶ ἐγὼ ἐδῶ ὅπου ἦλθα καὶ κοπιάζω εἶνε καλὸν νὰ μὴν δώσητε ὀλίγην παρηγορίαν, πληρωμήν; Καὶ τι πληρωμὴν θέλω ἐγώ; Χρήματα; Καὶ τι νὰ τὰ κάμω; Ἐγὼ μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ μήτε σακκούλα ἔχω, μήτε σπίτι, μήτε ἄλλο ῥάσο, καὶ τὸ σκαμνὶ ὅπου ἔχω ἰδικόν σας εἶνε, τὸ ὁποῖον εἰκονίζει τὸν τάφον μου. Ἐτοῦτος ὁ τάφος ἔχει τὴν ἐξουσίαν νὰ διδάξῃ βασιλεῖς, πατριάρχας, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, ἄνδρας καὶ γυναῖκας, νέους καὶ γέροντας καὶ ὅλον τὸν κόσμον. Ἀνίσως καὶ ἐπερπατοῦσα διὰ ἄσπρα, θὰ ἤμουν τρελλὸς καὶ ἀνόητος. Ἀμὴ τι εἶνε ἡ πληρωμή μου; Νὰ καθήσετε ἀπὸ πέντε-δέκα νὰ συνομιλῆτε αὐτὰ τὰ θεῖα νοήματα, νὰ τὰ βάλετε μέσα εἰς τὴν καρδίαν σας, διὰ νὰ προξενήσουν τὴν αἰώνιον ζωήν… Τώρα ἀνίσως καὶ τὰ κάμνετε καὶ τὰ βάλλετε εἰς τὸν νοῦν σας, δὲν μὲ φαίνεται καὶ ἐμὲ τίποτε ὁ κόπος. Εἰ δὲ καὶ δὲν τὰ κάμνετε, φεύγω λυπημένος μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια.»
Η κανονική πράξη της αναγνωρίσεως του ως αγίου έγινε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 20 Απριλίου 1961. Ακολουθία και βίο του έγραψαν ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Σαπφείριος Χριστοδουλίδης, ο Θωμάς Πασχίδης και ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Πολλοί νεώτεροι συγγραφείς ασχολήθηκαν με τον βίο και το έργο του μεγάλoυ αγίου. Πλήθος εικόνων, χαλκογραφιών, ζωγραφιών και σχεδίων φανερώνουν την τιμή και την ευγνωμοσύνη του Γένους για τον λαμπρό αστέρα του Αγίου Όρους. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αύγουστου.
«Θείας πίστεως διδασκαλία, κατεκόσμησας την Εκκλησίαν,
ζηλωτής των Αποστόλων γενόμενος.
Συ γαρ τη θεία αγάπη πτερούμενος,
Ευαγγελίου τον λόγον διέσπειρας.
Κοσμά ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,
δωρήσασθε ημίν το μέγα έλεος».