Μενού Κλείσιμο

Θαύματα από το βιβλίο των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου (Ά μέρος)

Η θε­ρα­πεί­α του Λε­ον­τί­ου

  Με­τά το θά­να­το του βα­σι­λέ­ως Μα­ξι­μια­νού α­νήλ­θε στο θρό­νο ο Μέ­γας Κων­σταν­τί­νος. Ο Κων­σταν­τί­νος δι­ό­ρι­σε κά­ποι­ο στρα­τη­γό στη Με­γά­λη Βλα­χί­α, που ο­νο­μα­ζό­ταν Λε­όν­τιος. Αυ­τός αρ­ρώ­στη­σε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη τό­σο βα­ριά, ώ­στε προ­τι­μού­σε να πε­θά­νει πα­ρά να ζει. Κα­νέ­νας ια­τρός δεν μπο­ρού­σε να τον θε­ρα­πεύ­σει. Όταν έ­μα­θε ό­μως, ό­τι ο τό­πος στον ό­ποι­ο βρι­σκό­ταν το λεί­ψα­νο του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου κά­νει θαύ­μα­τα, πήγε βα­στα­ζό­με­νος στον τά­φο του Α­γί­ου, κι α­μέ­σως, γι­α­τρεύ­θη­κε. Με­τά από αυ­τό ξό­δε­ψε αρ­κε­τά χρή­μα­τα και έ­κτι­σε Να­ό στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, του Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Δη­μη­τρί­ου. Στη συ­νέ­χεια, ό­ταν πή­γε στην Με­γά­λη Βλα­χί­α, θέ­λη­σε να λά­βει μέ­ρος ά­πό το λεί­ψα­νο του Α­γί­ου και να κτί­σει και ε­κεί Να­ό. Ο Ά­γιος Δη­μή­τριος πα­ρου­σι­ά­στη­κε στον ύ­πνο του και του εί­πε: Να μη με δι­α­χω­ρί­σεις αλ­λά να με α­φή­σεις α­κέ­ραι­ο στην πα­τρί­δα μου. Τό­τε δεν τόλ­μη­σε να πει­ρά­ξει το λεί­ψα­νο και πή­ρε μό­νο χώ­μα ά­πό τον τά­φο. Βρή­κε ε­πί­σης το μαν­τή­λι και το δα­χτυ­λί­δι του Α­γί­ου τα ό­ποι­α πή­ρε και έ­θε­σε σ έ­να κι­βώ­τιο. Ά­ταν έ­φθα­σε στον Δού­να­βη, τον βρή­κε πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο και δεν μπο­ρού­σε να πε­ρά­σει, ο­πό­τε α­να­ρω­τι­ό­ταν τι να πρά­ξει. Τη νύ­χτα λοι­πόν πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ο Ά­γιος και του εί­πε: Μη λυ­πά­σαι, Λε­όν­τι­ε, αύ­ριο να πά­ρεις το κου­τί το ό­ποι­ο πε­ρι­έ­χει το δα­κτυ­λί­δι και το μαν­δή­λι μου, να το κρα­τάς στα χέ­ρια σου και να πε­ρά­σεις τον πο­τα­μό ά­φο­βα. Το ί­διο να κά­νουν και οι άλ­λοι, τους ο­ποί­ους έ­χεις μα­ζί σου και θα έλ­θε­τε με τη βο­ή­θεια του Θε­ού α­βλα­βείς. Το πρω­ί έ­κα­νε ό­τι πρό­στα­ξε ο Άγιος και, αφού πή­γε στην ε­παρ­χί­α του, έ­κτι­σε ε­κεί και άλ­λο Να­ό στο ό­νο­μα του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου.

 

   Τα λεί­ψα­να του Α­γί­ου και ο Ι­ου­στι­νια­νός

  Ο μέ­γας βα­σι­λιάς Ι­ου­στι­νια­νός εί­χε α­νε­γεί­ρει τον Να­ό της Α­γί­ας Σο­φί­ας στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, και ή­θε­λε να έ­χει το λεί­ψα­νο του Α­γί­ου μα­ζί με τα άλ­λα που υ­πήρ­χαν ε­κεί. Έστει­λε αν­θρώ­πους εμ­πι­στο­σύ­νης του στην Θεσ­σα­λο­νί­κη, για να σκά­ψουν τον τά­φο, μέ­χρι να βρουν το σώ­μα του Α­γί­ου, να κό­ψουν έ­να μέ­ρος και να το φέ­ρουν στην Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Έ­φθα­σαν οι βα­σι­λι­κοί άν­θρω­ποι με δώ­ρα του βα­σι­λιά προς τον Ά­γιο α­πο­φα­σι­σμέ­νοι για την πα­ρα­λα­βή του Α­γί­ου λει­ψά­νου.

  Οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς α­πάν­τη­σαν:

  — Έ­μεις δεν τολ­μού­με να κά­νου­με κά­τι τέ­τοι­ο. Αλλά, αν τολ­μά­τε ε­σείς, έ­δώ εί­ναι ο τά­φος.

  Άρ­χι­σαν να σκά­βουν τον τά­φο, ό­ταν δε έ­φθα­σαν κον­τά στη λάρ­να­κα, α­μέ­σως, ω του θαύ­μα­τος!, φω­τιά με­γά­λη ε­ξήλ­θε α­πό ε­κεί και κιν­δύ­νευ­σαν να κα­ούν και α­κού­σθη­κε φω­νή που έ­λε­γε:

  — Πε­ρισ­σό­τε­ρο μη σκά­ψε­τε.

  Μό­λις εί­δαν το θαυύμα οι βα­σι­λι­κοί άν­θρω­ποι, έ­πε­σαν με τα πρό­σω­πα κα­τά γης και πα­ρα­κα­λού­σαν τον Ά­γιο να μην κα­ούν. Ύ­στε­ρα ά­πό αρ­κε­τή ώ­ρα ση­κώ­θη­καν και ά­φου πή­ραν μό­νο χώ­μα ά­πό τον τά­φο του Α­γί­ου, το έ­φε­ραν στο βα­σι­λιά και δι­η­γή­θη­καν το πα­ρά­δο­ξο θαύμα.

Πηγή: http://www.oikad.gr

 

Κοινοποίηση άρθρου:
Κατηγορία: Άγιοι, Άγιος Δημήτριος, Θαύματα

Σχετικά άρθρα