Μενού Κλείσιμο

Βίοι των Αγίων Θεοδώρου και Θεοφάνους των Ομολογητών και Γραπτών

Οι Όσιοι Πατέρες ημών Θεόδωρος και Θεοφάνης, οι επικαλούμενοι Γραπτοί, εγεννήθησαν εις την Μωαβίτιδα γήν; ανατολικά της Νεκράς Θαλάσσης, κατά τα έτη 775 και 778 αντιστοίχως. Εξ αρχής οι μακάριοι έλαβαν την μεγίστην ευλογίαν παρά Θεού να έχωσι γονείς ενάρετους και ευλαβείς σφόδρα, επιμελουμένους μετά σπουδής πάσας τας αρετάς, εξαιρέτως δε αυτήν της φιλοξενίας. Ο πατήρ των Ιωάννης, απαρνησάμενος τα του κόσμου εκάρη Μοναχός εις την του Αγίου Σάββα Λαύραν μετονομασθείς Ιωνάς.

Ούτος ο τρισόλβιος δια συντόνου εγκρατείας, υπακοής και ταπεινοφροσύνης έφθασεν εις ύψος αρετής και ηξιώθη της των Οσίων και θεοφόρων Πατέρων χορείας εν τοις ουρανοίς.(Η ετήσιος μνήμη του εορτάζεται την 21ην του μηνός Σεπτεμβρίου μετά του ομωνύμου Προφήτου Ιωνά).

Οι δύο νεαροί αδελφοί, όντες εις ακμάζουσαν νεότητα και δίχως να υπολείπονται εις την πλήρη γνώσιν της ιεράς και θύραθεν σοφίας, εφλέχθησαν υπό του Θείου έρωτος και του πόθου της αγγελικής πολιτείας. Όθεν σπεύσαντες κατέφθασαν εις την περιώνυμον Λαύραν του Αγίου Σάββα περί το έτος 800· παρέμειναν δε πλησίον της Μονής εις τι κελλίον, εις το οποίον ηγωνίζετο ο Θείος Μιχαήλ ο Σύγκελλος, ανήρ έμπλεος των χαρίτων του Πνεύματος. Ένδεκα χρόνους έκαμαν οι Άγιοι εις την υπακοήν της Μονής, και υπερέβησαν άπαντας κατά την ένθεον πολιτείαν. Όθεν με θείαν νεύσιν εκλήθησαν εις την Αγίαν Πόλιν και ηξιώθησαν του υπέρτατου λειτουργήματος της Ιερωσύνης. Δύο χρόνους αργότερον (813) οι θεόπνευστοι άνδρες μετά και του σοφωτάτου διδασκάλου των Μιχαήλ, αναλαμβάνουσι κατόπιν εντολής του Πατριάρχου την εκπλήρωσιν ιερωτάτης και υπευθύνου αποστολής δια θέματα πίστεως (αντίκρουσιν της αιρετικής προσθήκης του filioque υπό Λατίνων Μοναχών) και δια την οικονομικήν ενίσχυσιν του χειμαζόμενου Πατριαρχείου υπό των Αράβων.

Το ταξίδιον προς την Ρώμην σταματά εις την Βασιλεύουσαν. Η παραμονή των Αγίων στην Κων/πολιν συμπίπτει με την αναζωπύρωσιν της εικονομαχικής έριδος (815) επί Λέοντος Ε’ του Αρμενίου. Οι ομολογηταί αδελφοί ξεκινούν πλέον την μαρτυρικήν οδόν, η οποία θα τους αναδείξει μεγίστους φωστήρας και Μάρτυρας της Αληθείας. Κατά το διάστημα είκοσι ολοκλήρων ετών οι Άγιοι υφίστανται δεινότατα βασανιστήρια και φυλακίσεις. Εξορίζονται δύο φοράς, σύρονται εις δημοσίους δίκας, μαστιγώνονται απηνώς… Τις δύναται να περιγράψη τας ταλαιπωρίας και τα μαρτύρια, που υπέμειναν οι όσιοι, τας φυλακάς, τα ναυάγια, τους λιμούς, τας ηλιακάς εκκαύσεις, το ψύχος, τους ραβδισμούς, τας πληγάς, τα ραπίσματα, τους καθ’ ημέραν θανάτους. Ιδιαιτέρως κατά την τελευταίαν εξορίαν επί του ασεβέστατου και θεομάχου Θεοφίλου (834-836), οι μακάριοι εκόσμησαν έτι περισσότερον τα πολύαθλα σώματά των δια των στιγμάτων του μαρτυρίου και εκάλλυναν τας αγίας των ψυχάς με την υπομονήν και καρτερίαν.

Τον Ιούλιον του 836 διατάσσονται να παρουσιασθώσι ενώπιον του αυτοκράτορος Θεοφίλου εις το Χρυσοτρίκλινον. Οι Άγιοι ίστανται σιωπηλώς και εξοργίζουσι τον αυτοκράτορα, ο οποίος προστάζει την κακοποίησιν και τον στιγματισμόν των.

Κατόπιν τετραημέρου και άσπλαχνου βασανισμού εις την δημοσίαν φυλακήν του Πραιτωρίου υποβάλλονται εις εν πρωτοφανές και απάνθρωπον κολαστήριον: επί πολλάς ώρας εκκεντούνται εις τα μέτωπα με πυρακτωμένας βελόνας και πολλήν βαρβαρότητα.

Το χάραγμα αυτό των Αγίων όπως μας παραδίδεται από τα Συναξάρια και τους Χρονογράφους έγινε σε δώδεκα ιαμβικούς στίχους. Και καθώς εστάλαζεν ακόμη το μαρτυρικόν αίμα από τα τίμια πρόσωπα των απήντησαν περιχαρείς προς τον έπαρχον:

«Γίνωσκε, ότι όταν υπάγωμεν εις τον Παράδεισον και μας ίδωσι τα Χερουβίμ, θέλουσιν ευλαβηθεί τας όψεις ημών, και θα μας κάμουσιν τόπον να εισέλθωμεν ευφραινόμενοι, επειδή άλλος τις ποτέ δεν ηξιώθη ως ημείς να χαράξωσι δια τον Δεσπότην Χριστόν την όψιν αυτού».

Ο ανήμερος Βασιλεύς ευθύς μετά την κακοποίησιν των ομολογητών αδελφών τους εξώρισεν δια τρίτην φοράν εις την Αμάσειαν της Βιθυνίας προστάσσων να μη τους θάψωσι μετά θάνατον, αλλά να μείνωσιν ούτως εις καταφρόνησιν. Εβασανίσθησαν οι μακάριοι πολύν καιρόν εις την δεινήν εκείνην εξορίαν πολιτευόμενοι εναρέτως και ορθοδόξως και τόσην αρετήν και εγκράτειαν είχον, ώστε διήγον ως ασώματοι Άγγελοι.

Ο Άγιος Θεόδωρος από την μεγάλην κακοπάθειαν και το γήρας ησθένησεν· και την ημέραν της τελειώσεως του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, ο τούτου ζηλωτής και των δωρεών του Θεού επώνυμος, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις τας αχράντους χείρας του Θεού, ον επόθησεν, εν έτει 841.

Ο δε μακάριος αυτάδελφος και ομόζηλος αυτού Θεοφάνης ετίμησε με εγκώμια και Ιερά άσματα το σεπτόν αυτού λείψανον, συνέθεσε δε και τον γνωστόν Κανόνα, που μέχρι σήμερον ψάλλεται εις τας Εκκλησίας, κατά την 27ην του Δεκεμβρίου.

Δεν ετόλμησε δε να ενταφίαση το άγιον λείψανον, κατά το βασιλικόν πρόσταγμα, αλλά το ετοποθέτησεν εις ξυλίνην λάρνακα προσφέρων εις τον θανόντα αντί θρηνωδίας την υμνωδίαν.

Λέγεται ότι το σώμα του μακαρίου Θεοδώρου παρέμεινεν άφθορον, ευωδιάζον και θεραπεύον πάσαν ασθένειαν και δαιμονικήν προσβολήν. Συνέβη μάλιστα, εις Γέρων κατά πολύ ενάρετος και ευλαβής την ώραν της εκδημίας του οσίου να ακούση άνωθεν ψαλμωδίαν γλυκυτάτην και θαυμάσιον, την οποίαν ανέμελπον χοροί Αγίων Αγγέλων μακαρίζοντας και υμνώντας τον αύλως και αγγελικώς πολιτευσάμενον Άγιον Θεόδωρον. Μετά δε την τελευτήν του αυτοκράτορος Θεοφίλου (842)  ιερά λάρναξ μετεφέρθη υπό τινος φιλόθεου ανδρός εις την Χαλκηδόνα μετά θυμιαμάτων και ασμάτων ιερών και κατετέθη εις νεόδμητον ναόν προς αγιασμόν πάντων των μετ’ ευλάβειας και πίστεως προσερχόμενων.

Με την οριστικήν καθαίρεσιν των εικονομάχων και την άνοδον εις τον θρόνον της Κων/πόλεως του Αγιωτάτου Πατριάρχου Μεθοδίου (842), ο μέγας Θεοφάνης ανακαλείται από την εξορίαν και μετά εν έτος χειροτονείται Μητροπολίτης Νικαίας εις ηλικίαν εξήκοντα πέντε (65) ετών. Ούτως εναρέτως πολιτευσάμενος και πλείστους Κανόνας συνθέσας, προσέτι δε θεοφιλώς κυβερνήσας το λογικόν αυτού ποίμνιον, απήλθεν εκ της παρούσης επικήρου ζωής εις την αίδιον και ατελεύτητον.

Η κοίμησις του μακαρίου Θεοφάνους έγινεν εις την Μονήν της Χώρας εν Κωνοταντινουπόλει την 11ην Οκτωβρίου του 845, κατόπιν βαρύτατης ασθενείας. Η ταφή του πανσόφου Ιεράρχου, Ομολογητού και Μάρτυρος του Χριστού ετελέσθη παρουσία της ευσεβέστατης και Αγίας Βασιλίσσης Θεοδώρας, της Συγκλήτου, πλήθους Αρχιερέων και παντός του πιστού λαού.

Ταις των Αγίων αυταδέλφων και Ομολογητών Θεοδώρου και Θεοφάνους των Γραπτών πρεσβείαις. Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς.

Αμήν.

Μυρίπνοα άνθη της ερήμου
Έκδοσις: Ιερά Λαύρα Σάββα του Ηγιασμένου

Γράφει για τα δυο αγιασμένα αδέλφια ο Φώτης Κόντογλου αναφερόμενος στον βίο του Αγίου Δημητρίου:

Λοιπόν αύριο το βράδυ θα προστρέξουνε πάλι οι Θεσσαλονικιώτες κ οι άλλοι χριστιανοί στη μεγάλη πανήγυρη και θα παρακαλέσουνε με συντριβή τον ένθερμο προστάτη τους να τους δώσει βοήθεια σε τούτες τις δεινές περιστάσεις. Και θα μαζευτούνε ο λαός ο ορθόδοξος κ οι άρχοντες κ οι δεσποτάδες και παπάδες και καλόγεροι και θα ψάλουνε στο μεγάλον εσπερινό τα κατανυχτικώτατα τροπάρια, με το μουσικό μέλος της Ορθοδοξίας· γιατί η Θεσσαλονίκη είναι η κιβωτός που σώθηκε η ορθόδοξη λατρεία από τον κατακλυσμό της φραγκολεβαντινιάς που πάγει να μας πνίξει με τους ανούσιους νεωτερισμούς της.

Εκεί θα συναχτούνε οι καλοί οι ψαλτάδες που ψέλνουνε ακόμα με κείνη τη σοβαρή ψαλμωδία που κρατά από τότε που θεμελιώθηκε η σεβάσμια τούτη εκκλησία, πούναι το καύχημα κ ἡ παρηγοριά της Ανατολής, ύστερα από την Αγιά Σοφιά της Κωνσταντινούπολης.

Και μεθαύριο στη λειτουργία, θα ψάλουνε στους Αίνους τα εξαίσια προσόμοια που είναι γεμάτα πόνο και ελπίδα και αγιασμένον ενθουσιασμό. Τάχει συνθέσει ένας από τους γλυκύτερους ποιητές της εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός, ψυχή πονεμένη και καρτερική. Και θα σας εξηγήσω με λίγα λόγια πως βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και μελώδησε αυτά τα συγκινητικά τροπάρια.

Αυτός ο άγιος μαζί με τον αδελφό του τον Θεόδωρο λέγονται «Θεόδωρος και Θεοφάνης οι Γραπτοί». Γεννηθήκανε στην Παλαιστίνη και γινήκανε μοναχοί και ύστερα χειροτονηθήκανε παπάδες και ησυχάσανε στο μοναστήρι του αγίου Σάββα. Ήτανε κι οἱ δυό σπουδασμένοι στο έπακρο και γνωρίζανε κατά βάθος την ελληνική και την αραβική γλώσσα.

Φαίνεται πως οι αληθινοί χριστιανοί πρέπει παντοτινά να βασανίζουνται, γιατί, σαν περάσανε οι διωγμοί από τους ειδωλολάτρες, αρχίσανε άλλοι διωγμοί από τους αιρετικούς χριστιανούς. Κι ὅσοι βασανισθήκανε από τους ειδωλολάτρες γινήκανε μάρτυρες, κι ὅσοι βασανισθήκανε από τους χριστιανούς αιρετικούς γινήκανε ομολογητές.

Τέτοιοι ομολογητές είναι και γράφουνται και τα δυό τούτα αγιασμένα αδέλφια, ο Θεόδωρος κι ὁ Θεοφάνης. Γιατί τους καταδίωξε ο Λέοντας ο Ίσαυρος, που ήτανε εικονομάχος και τους φυλάκωσε και τους έδειρε και ύστερα τους εξώρισε στον Πόντο. Κι ὁ μεν Θεόδωρος τελείωσε τον αγώνα στη δεύτερη εξορία που τους έστειλε ο Θεόφιλος, ο τρίτος εικονομάχος αυτοκράτορας ύστερα από τον Λέοντα, και πέθανε σ ένα ερημονήσι που το λέγανε Αρουσία, μέσα σε μεγάλα δεινά και σε στερήσεις.

Ο δε Θεοφάνης εξωρίσθηκε στη Θεσσαλονίκη κ ἐκεῖ, σκλάβος και τυραννισμένος, σύνθεσε με κλαυθμό ψυχής αυτά τα τροπάρια, που με δαύτα ικετεύει τον άγιο Δημήτριο να γλυτώσει τη χριστιανοσύνη από τους ασεβείς και τυραννικούς ανθρώπους, και τη Θεσσαλονίκη από τους βαρβάρους που τη ζώνανε. Και λέγουνται Γραπτοί, επειδή ο Θεόφιλος πρόσταξε και τυπώσανε με πυρωμένο σίδερο απάνω στα μέτωπά τους ένα αδιάντροπο ποίημα που έκανε κάποιος αυλοκόλακας.

Ο άγιος Θεοφάνης, άμα πέθανε ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, ψηφίσθηκε επίσκοπος Νικαίας και εκοιμήθη, γέροντας γεμάτος από πνευματική ευωδία, στα 850 μ.X. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος τον λέγει ηδύφωνον μουσικόν αυλόν κι ὁ Σουΐδας ποιητήν. Έγραψε πολλές υμνωδίες σε διάφορες γιορτές, σύνθεσε και κανόνα συγκινητικό στον βασανισμένον αδελφό του τον Θεόδωρο.

Από τα τροπάρια των Αίνων που είπαμε, το πρώτο έχει περισσότερον πόνο και πάθος και σ αὐτὸ συνεταίριαξε ο ποιητής τεχνικά τη θλίψη του για το διωγμό της ορθοδοξίας με το υμνολόγημα του αγίου και με την καρτερική ελπίδα για τη σωτηρία της θεοσκέπαστης Θεσσαλονίκης, που και κείνον τον καιρό βρισκότανε σε αγωνία. Αυτά τα τροπάρια ταιριάζουνε πάντα στις δεινές δοκιμασίες που πέρασε απανωδιαστά η Θεσσαλονίκη από τον καιρό του Διοκλητιανού ίσαμε σήμερα.

Παρακάτω βάζω αυτό το τροπάρι και το μεταγυρίζω στην απλή γλώσσα,
πλην χωρίς να μπορέσω να σιμώσω στο πρωτόγραφο:

«Δεύρο, μάρτυς Χριστού, προς ημάς, σου δεομένους συμπαθούς επισκέψεως και ρύσαι κεκακωμένους τυραννικαίς απειλαίς και δεινή μανία της αιρέσεως· υφ ἧς ως αιχμάλωτοι και γυμνοί διωκόμεθα, τόπον εκ τόπου διαρκώς διαμείβοντες και πλανώμενοι εν σπηλαίοις και όρεσιν. Οίκτειρον ουν, πανεύφημε, και δος ημίν άνεσιν· παύσον την ζάλην και σβέσον την καθ ἡμῶν αγανάκτησιν, Θεόν ικετεύων, τον παρέχοντα τω κόσμω το μέγα έλεος».

«Έλα, μάρτυρα του Χριστού, σε μας, που έχουμε μεγάλη ανάγκη από τη συμπονετικιά σου την επίσκεψη και γλύτωσέ μας από τις τυραννικές φοβέρες κι ἀπὸ τη δεινή μανία της αιρέσεως· που μας κατατρέχει σα νάμαστε σκλάβοι και περπατούμε γυμνοί δώθε και κείθε κι ἀλλάζουμε ολοένα τόπο με τόπο και πλανιόμαστε σαν τ ἀγρίμια στα βουνά και στα σπήλαια. Λυπήσου μας, πανεύφημε, και δώσε μας ανάπαψη, πάψε τη ζάλη και σβήσε την αγανάχτηση που σηκώθηκε καταπάνω μας, παρακαλώντας το Θεό, που δίνει στον κόσμο το μέγα έλεος».

Κοινοποίηση άρθρου:
Κατηγορία: Άγιοι, Άγιος Δημήτριος, Βίοι Αγίων, Νέα

Σχετικά άρθρα